Αναρτήσεις

Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ

Εικόνα
  Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ στη φίλη με τα παράξενα δάχτυλα που χωρίς εκείνη δε θα ήταν δυνατό αυτό το διήγημα. Στην Ισπανία οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί, από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Federico Garcia Lorca Τα περίεργα γεγονότα που πραγματεύεται τούτο το χρονικό διαδραματίστηκαν το 189 7 , στη Σαντιγιάνα δελ Μαρ της βόρειας Ισπανίας. Κατά κοινή ομολογία, η θέση τους δεν ήταν εκεί, γιατί ξέφευγαν από το συνηθισμένο. Το χωριό, ερειπωμένο πια, ήταν χτισμένο στις παρυφές του όρους Αλταμίρα, γύρω από το δάσος με τα πεύκα. Όσοι κάτοικοι του επέζησαν από αυτά τα γεγονότα, μετανάστευσαν σε όλη την Ευρώπη. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να το επισκεφτώ, όταν βρέθηκα στην Ισπανία, μέσα στην καρδιά του Εμφυλίου. Οπότε ήμουν εξαιρετικά καχύποπτος αν όντως τα γεγονότα αυτά συνέβησαν, όπως μου τα περιέγραψε ο γερό Σεσίλιο με τα εργατικά του μάτια, όταν πίναμε λευκό κρασί σε καφενείο της ελεύθερης Μαδρίτης. Ωστόσο, ο γέρος μου ορκιζόταν με κάθε αξιοπρέπεια πως ήταν αληθινά. Εκείνος σκ

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί

Εικόνα
“ Και τί θα κάνεις; Πόσο καιρό θα αντέξεις;”, με ρώτησε η Ειρήνη. “ Δε ξέρω. Απλά όσο το γυρίζω στο μυαλό μου δεν έχω και πολλές επιλογές.” “ Σε αγχώνει το στεγαστικό ακόμα; Όπου να ναι το έχουμε ξεχρεώσει.” “ Πάντα θα προκύπτουν έξοδα. Τα παιδιά τώρα ξεκίνησαν σπουδές.” Ήταν μια κρύα μέρα στην Καστοριά. Είχαμε πολύ καιρό να βγούμε για φαγητό. “ Την προηγούμενη εβδομάδα πάλι απέλυσαν δυο...συγγνώμη, είπαμε δε θα μιλήσουμε για δουλειά.” “ Δεν έχεις φάει τίποτα. Δε σου αρέσει το φαγητό;” “ Μια χαρά είναι. Δεν έχω πολλή όρεξη.” Προσπάθησα να πνίξω το χασμουρητό μου, και την ρώτησα αν της αρέσει το κοκκινιστό της. “ Αγάπη μου... Δε ξέρω αγάπη μου, μου αρέσει, ναι.”, μου απάντησε κουρασμένα. Με το βλέμμα χαμηλωμένο, έπαιζε με τα λάχανα της σαλάτας. Στα πενηνταδύο της ήταν ακόμη πολύ όμορφη, αλλά η κούραση της πρόσθετε χρόνια. Καταλάβαινα πως δε περνούσε καλά μαζί μου. Δε μιλούσε και, γνωρίζοντας πως εγώ χαλούσα την ατμόσφαιρα, ένιωθα πολύ άβ

Περιμένοντας στη σκιά.

Εικόνα
Περιμένοντας στη σκιά. (Μεσημέρι καλοκαιριού. Πάνω στον περιφερειακό δρόμο, που κοιτάει τη χωματερή. Δυο αφρικανοί πρόσφυγες κάθονται στα γόνατα, στη σκιά ενός δέντρου.) ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 1: Τί σκατά πετάνε εκεί μέσα και βρωμάει έτσι; ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 2: Σκατά, μάλλον. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 1: Όχι, έχει και καμμένο πλαστικό. Αηδία. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 2: Ναι, αλλά μόνο εδώ έχει σκιά. Που να πάμε; ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 1: Πάμε πίσω στις σκηνές. Ο ίδιος ήλιος είναι. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 2: Εδώ όμως έχει αυτό το δέντρο. Κάτσε, καλά είμαστε. Περνάει σφαίρα από μπροστά τους ένα μηχανάκι. Ο 50χρονος οδηγός τους βρίζει και κορνάρει. Τινάζεται σκόνη πάνω τους. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 1: Τί θέλει ο μαλάκας. Τον ενοχλήσαμε; ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 2: Θα θέλει τη σκιά. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 1: Αν θέλει σκιά ας πάει σπίτι του, τί δουλειά έχει τέτοια ώρα με το σαράβαλο; ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 2: Μάλλον θέλει απλά τη σκιά, επειδή καθόμαστε εμείς. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 1: Θέλει να μυρίζει τον βόθρο που πάει πακέτο με τη σκιά; ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ 2: Ας έρθει, θα κάνουμε πιο εκεί. ΠΡΟΣΦΥΓΑ

Οι σολομοί δεν πεθαίνουν ποτέ.

Εικόνα
Οι σολομοί δε πεθαίνουν ποτέ. Κάθε φθινόπωρο, οι σολομοί του Ειρηνικού και του Ατλαντικού ωκεανού κολυμπούν μέχρι τη γενέτειρα τους για να γεννήσουν τους απογόνους τους. Με τρομακτική ακρίβεια, αφήνουν τα αυγά τους στο ίδιο ποτάμι που γεννήθηκαν οι ίδιοι. Δε γυρνάει κανένας ζωντανός, και με το θάνατο τους αναγεννούν όλη την πανίδα και τη χλωρίδα της περιοχής. Τα μωρά τους θα κάνουν ακριβώς το ίδιο, όταν μεγαλώσουν. 4 Όσο πλησίαζε στις όχθες τα κλάματα των μωρών υψώνονταν σε ένταση. Εκατοντάδες μικρές-μικρές σπηλιές εξέπεμπαν ένα αχνό ροζ φως που λαμπύριζε στα νερά του Μέγα Ποταμού. Μάλλον οι μανάδες τους θα τα είχαν καταχωνιάσει στις σπηλιές, να τα προφυλάξουν από τα άγρια ζώα. Βλέποντας τη σιωπηρή ατμόσφαιρα η Σαμπάχ φοβήθηκε πως είχε αργήσει περισσότερο από ότι έπρεπε. Κοίταξε πίσω της, όσο απλώνονταν ο αραιοσπαρμένος δρόμος να ακούσει πατημασιές, οποιοδήποτε σημάδι ενός τυχαίου συνταξιδιώτη, αλλά τίποτα. Στο γκριζωπό τοπίο κυριαρχούσαν τα κλάματα και,   πού κα