Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί
“ Και τί θα κάνεις; Πόσο καιρό θα αντέξεις;”, με ρώτησε η Ειρήνη. “ Δε ξέρω. Απλά όσο το γυρίζω στο μυαλό μου δεν έχω και πολλές επιλογές.” “ Σε αγχώνει το στεγαστικό ακόμα; Όπου να ναι το έχουμε ξεχρεώσει.” “ Πάντα θα προκύπτουν έξοδα. Τα παιδιά τώρα ξεκίνησαν σπουδές.” Ήταν μια κρύα μέρα στην Καστοριά. Είχαμε πολύ καιρό να βγούμε για φαγητό. “ Την προηγούμενη εβδομάδα πάλι απέλυσαν δυο...συγγνώμη, είπαμε δε θα μιλήσουμε για δουλειά.” “ Δεν έχεις φάει τίποτα. Δε σου αρέσει το φαγητό;” “ Μια χαρά είναι. Δεν έχω πολλή όρεξη.” Προσπάθησα να πνίξω το χασμουρητό μου, και την ρώτησα αν της αρέσει το κοκκινιστό της. “ Αγάπη μου... Δε ξέρω αγάπη μου, μου αρέσει, ναι.”, μου απάντησε κουρασμένα. Με το βλέμμα χαμηλωμένο, έπαιζε με τα λάχανα της σαλάτας. Στα πενηνταδύο της ήταν ακόμη πολύ όμορφη, αλλά η κούραση της πρόσθετε χρόνια. Καταλάβαινα πως δε περνούσε καλά μαζί μου. Δε μιλούσε και, γνωρίζοντας πως εγώ χαλούσα την ατμόσφαιρα, ένιωθα πολύ άβ...