Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί




Και τί θα κάνεις; Πόσο καιρό θα αντέξεις;”, με ρώτησε η Ειρήνη.

Δε ξέρω. Απλά όσο το γυρίζω στο μυαλό μου δεν έχω και πολλές επιλογές.”

Σε αγχώνει το στεγαστικό ακόμα; Όπου να ναι το έχουμε ξεχρεώσει.”

Πάντα θα προκύπτουν έξοδα. Τα παιδιά τώρα ξεκίνησαν σπουδές.”

Ήταν μια κρύα μέρα στην Καστοριά. Είχαμε πολύ καιρό να βγούμε για φαγητό.

Την προηγούμενη εβδομάδα πάλι απέλυσαν δυο...συγγνώμη, είπαμε δε θα μιλήσουμε για δουλειά.”

Δεν έχεις φάει τίποτα. Δε σου αρέσει το φαγητό;”

Μια χαρά είναι. Δεν έχω πολλή όρεξη.”

Προσπάθησα να πνίξω το χασμουρητό μου, και την ρώτησα αν της αρέσει το κοκκινιστό της.

Αγάπη μου...Δε ξέρω αγάπη μου, μου αρέσει, ναι.”, μου απάντησε κουρασμένα.

Με το βλέμμα χαμηλωμένο, έπαιζε με τα λάχανα της σαλάτας. Στα πενηνταδύο της ήταν ακόμη πολύ όμορφη, αλλά η κούραση της πρόσθετε χρόνια. Καταλάβαινα πως δε περνούσε καλά μαζί μου. Δε μιλούσε και, γνωρίζοντας πως εγώ χαλούσα την ατμόσφαιρα, ένιωθα πολύ άβολα.

Σε καταλαβαίνω, και έχεις δίκιο που αγχώνεσαι. Απλά δε σε βλέπω ευτυχισμένο εδώ και πολύ καιρό. Μόνο να κοιμάσαι θέλεις μόλις γυρνάς σπίτι.”, έκανε η Ειρήνη.

Δε φταις εσύ σε κάτι.”

Δε μπορώ να βοηθήσω και σε κάτι, απ'ότι φαίνεται, όμως.”

Η αμηχανία και οι ενοχές μου ήταν πολύ γνώριμες τον τελευταίο καιρό. Θα πάμε διακοπές το καλοκαίρι, της είπα το πρώτο χαζό πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό, μήπως και κατάφερνα να προσπεράσω τη μιζέρια της καθημερινότητας.

Μα τώρα, τί λες; Τί σχέση έχει αυτό; Πιστεύεις ότι νιώθω καλύτερα τώρα; Ή πιστεύεις πως αν συνεχίσεις έτσι, μέχρι το καλοκαίρι θα έχεις μυαλό για διακοπές;”, μου απάντησε.

Η καραντίνα και η κρίση μας είχε φέρει όλους πολύ κοντά στην προοπτική της απόλυσης. Κανείς δεν ήταν ασφαλής, ούτε εγώ, ούτε η ομάδα που διαχειριζόμουν, ούτε καν η εταιρία. Είχα αποχαιρετήσει πολλούς συναδέλφους το περασμένο διάστημα.

Ένιωθα βαρύ το στομάχι μου από τη στενοχώρια. Για μήνες, το μόνο φαγητό που μου σέρβιραν ήταν πέτρες, που βούλιαζαν βαθιά μέσα μου και δε μπορούσα να τις χωνέψω. Είχαν απλώσει ρίζες μέχρι τα πόδια μου και σε κάθε κίνηση με έγδερναν από μέσα. Σε κάθε σχόλιο κάποιου για το πόσο καταβεβλημένος ήμουν, τα έχανα και το μυαλό τελμάτωνε, κοκκάλωνα σαν λαγός μπροστά στα φώτα και, τρομοκρατημένος που ανακαλύφθηκε το μυστικό μου, δεν έβρισκα απάντηση σε στοιχειώδεις ερωτήσεις. Και έτσι, ανήμπορος, είχα παραδεχθεί στον εαυτό μου ότι η κατηφόρα και η κατρακύλα ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων από εδώ και στο εξής, αφού το ίδιο βάρος με έσερνε μεθοδικά όλο και πιο κάτω.

Με την Ειρήνη ήμασταν μαζί σχεδόν τη μισή μου ζωή. Δε μπορούσα να διώξω από μέσα μου το φόβο πως τραβούσα αυτή την κατηφόρα μαζί της, ή μάλλον, πως τραβούσα αυτήν στην κατηφόρα μαζί μου. Είχα φτάσει στο σημείο που δε περίμενα ποτέ να φτάσω, όσο ήμουν μικρότερος. Στο σημείο του ανθρώπου που ευγνωμονεί τον θεό που η γυναίκα του είναι τόσο υπομονετική μαζί του, με το πόσο βαρετός έχει καταντήσει. Σαν τις παλιές γυναίκες, παντρεμένες με προξενειό που οι γιαγιάδες τους από μικρές τις δασκάλευαν πως η παρακμή της σχέσης και του γάμου ήταν κάτι φυσικό και έπρεπε να την δεχτούν αδιαμαρτύρητα. Ήμουν σαν θλιβερός μικροαστός που δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί πως η ζωή του με τη γυναίκα του θα τέλειωνε πολύ πριν πεθάνει. Εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να ζυγίσω τί άφηνε την πιο στυφή γεύση, ότι ήμουν αλλιώς κάποτε ή ότι εκείνη με γνώρισε αλλιώς. Ο μεγαλύτερος σταυρός που κουβαλούσα ήταν πως αυτή η συνειδητοποίηση ήταν ανοιχτή μέσα μου, και όσες λεπτές μικροαστικές ανέσεις μου είχαν απομείνει δεν τη νάρκωναν. Είχα μια ταξική συνείδηση, έβλεπα τις αλυσίδες μου αλλά είχα και πολλά να χάσω, αν τις έσπαγα.

Πάντως όσο και να τα γυρνούσα περίπλοκα στο μυαλό μου, στο τέλος της ημέρας ήμουν απλά βαρετός. Μιλούσα μόνο για τη δουλειά, μάλλον μόνο για τα κακά της δουλειάς, κοιμόμουνα πολύ, μπροστά σε ότι τύχαινε να παίζει η τηλεόραση. Δε διάβαζα, δεν έβγαινα έξω, ήθελα απλά να περάσει η μέρα, για να έρθει η επόμενη. Με την Ειρήνη οι συζητήσεις μας πλέον είχαν αραιώσει, και όσες κάναμε ήταν ξερές, πάντα σοβαρές και διακόπτονταν αδιέξοδα όταν ο ένας από εμάς κουραζόταν και απλά σηκωνόταν να φύγει. Δε μαλώναμε και ούτε κάναμε πλάκα μεταξύ μας. Δεν ήταν λογικό να αγαπάει αγαπάει αυτήν την κατάσταση. Όσο για μένα, πίστευα πλέον πως απλά με εκτιμούσε, από συνήθεια.

Με διέκοψε από την αυτολύπηση μου.

Σου αρέσει πραγματικά αυτό που κάνεις;”, ρώτησε και η φωνή της ήταν διαφορετική. Είχε μια επιτακτικότητα, σαν να δήλωνε πως δεν ήταν αποκλειστικά δικό μου δικαίωμα να σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Φοβήθηκα πως είχε διαβάσει τις σκέψεις μου.

Είμαι καλός στη δουλειά, ξέρω να την κάνω. Μπορώ να πετυχαίνω ό,τι μου ζητάνε και μάλλον για αυτό δε με έχουν διώξει ακόμα. ”

Μάλιστα.”, απάντησε. Δε ξέρω τί απάντηση περίμενε, αλλά δεν ήταν αυτή. Μετά από μια μακρά σιωπή, επανέλαβε.

Ρώτησα αν σου αρέσει.”

Γιατί το ρωτάς έτσι;”, έκανα.

Γιατί δε μπορώ να καταλάβω γιατί έχεις πέσει με τα μούτρα σε κάτι που παλιότερα απλά το έβλεπες σαν μια απλή δουλειά. Συμπεριφέρεσαι σαν όλα να εξαρτώνται από εσένα. Και γυρνάς στο σπίτι πτώμα, ξεκουράζεσαι για να ξαναρχίσεις σαν ρομπότ την επόμενη. Σου αρέσει;”

Ήταν μια απλή ερώτηση, αλλά ήμουν πολύ απροετοίμαστος για αυτήν. Διότι ήταν τόσο περίπλοκη που δε την χωρούσε ένα ναι ή όχι. Με κοίταζε με βλέμμα που η υπομονή του τελείωνε.

Να σου πω ειλικρινά;”, ρώτησα τελικά.

Όταν γυρνάω σπίτι και το σκέφτομαι, όχι δε μου αρέσει. Δε μου αρέσει που ξόδεψα πάλι τόση ενέργεια, πιθανόν για το τίποτα. Αλλά όταν μου αναθέτουν μια δουλειά, πρέπει να την κάνω, δεν έχω άλλη επιλογή. Ειδικά όταν έχω ανθρώπους που εξαρτώνται από εμένα. Και η αλήθεια είναι πως όταν πασχίζω να πετύχω κάτι, εκείνη την ώρα, νιώθω ικανοποίηση. Νιώθω χρήσιμος, ικανός.”

Η Ειρήνη δε μιλούσε. Βιάστηκα να συμπληρώσω, σαν κατηγορούμενος που φοβήθηκε αυτό που μόλις ξεστόμισε και προσπαθεί να το εξωραΐσει.

Και τί να κάνω, να γίνω ανεύθυνος και ασυνεπής; Και να χάσουν τη δουλειά τους; Ή να μείνω εγώ άνεργος με τόσα έξοδα που τρέχουν; Είμαι λοιπόν ευχαριστημένος όταν τελειώνει μια μέρα, που βγαίνει η δουλειά και δεν μένει κανείς άνεργος.”

Αλλά γυρνάς το σπίτι χωρίς διάθεση για τίποτα. Και τρέχεις, σε ό,τι παράλογο και αν σου ζητήσουν, να προλάβεις πράγματα που τα αποφασίζουν άλλοι. Τί ζωή είναι αυτή; Πιστεύεις πως αν θέλουν να διώξουν κόσμο, δε θα το κάνουν επειδή εσύ σκοτώθηκες στη δουλειά;”, μου απάντησε.

Διστακτικά, διάλεξα τις λέξεις μου.

Δεν έχω και άλλη επιλογή από το να το παλέψω όμως.”

Μήπως με όλη αυτήν την προθυμία έχουν βρει τον μαλάκα τους για να τρέχει;”

Μπορεί...όμως δε βλέπω τρόπο να ξεφύγω από αυτό πια.”

Δε νομίζω πως είχαμε μιλήσει τόσο ανοιχτά, αυτή την περίοδο. Ήταν σαν να ομολογούσα την απιστία μου μπροστά της, γιατί ουσιαστικά έλεγα πως η δουλειά ήταν μεγαλύτερη προτεραιότητα, από τη σχέση μας. Ως τώρα προσπαθούσα να τονίζω το πόσο δύσκολα θα ήμασταν οικονομικά αν με απέλυαν, αλλά πάντα έβρισκα έναν εσωτερικό ηθικό τοίχο γιατί δεν ήθελα να καταλήγω στη μικρόψυχη υπεκφυγή “το κάνω για εμάς”. Οπότε περιοριζόμουν στην αέναη θυματοποίηση μου, που ναι μεν ήταν υπαρκτή, αλλά εγώ είχα επιλέξει να γίνω τόσο φιλότιμος και φιλόδοξος. Αλλά φαινόταν πως οι δικές μου ηθικές αναστολές και η ισορροπία που πάλευα να βρίσκω ήταν ασήμαντες. Η ουσία ήταν πως σε κάποιο σημείο του πρόσφατου παρελθόντος υπέγραψα συμφωνία με τον εαυτό μου, πως θα ζω αποκλειστικά για τη δουλειά, ρισκάροντας ακόμα και την Ειρήνη για αυτό. Με μοναδικά ανταλλάγματα τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και τον πόνο που είχε σφηνωθεί στον αυχένα μου.

Άρα εγώ έχω βγει εκτός από τη ζωή σου. Είμαι μια συγκάτοικος.”

Δεν είπα αυτό...”

Δεν το είπες, αλλά το έκανες.”

Είχε δίκιο, αλλά και άδικο. Ήταν άδικο που παρεξήγησε έτσι τα λόγια μου, αλλά είχε κουραστεί να αναγνωρίζει τις καλές προθέσεις που είχαν από πίσω τους. Όντως, αυτό που παραδεχόμουν είχε κάθε δικαίωμα να το παρεξηγήσει. Συνεχίσαμε να μιλάμε για κάποια ώρα, διατηρώντας τον καβγά σε χαμηλά επίπεδα, με παύσεις και σιωπές, νέες παρεξηγήσεις, ανακωχές και προσπάθειες και των δυο μας να προσεγγιστούμε και μια πίκρα που φτάναμε να κάνουμε τέτοια κουβέντα.

Έξω είχε ξεκινήσει να ψιλοβρέχει.

* * * * *

Είχαμε καταλήξει, χωρίς να το πούμε φωναχτά, πως δεν περνούσαμε ωραία, αλλά μας είχε λείψει τόσο μια έξοδος, που κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο. Ήταν τρεις παρά τέταρτο όταν βγήκαμε στο δρόμο να προχωρήσουμε και ενώ οι ψιλές ψιχάλες ήταν εκνευριστικές, τις παραβλέπαμε γιατί τουλάχιστον ήταν κάτι διαφορετικό από τη μιζέρια της επιστροφής στο σπίτι.
Πάμε από τη λίμνη;”, με ρώτησε χωρίς να με κοιτάει.

Η ομίχλη είχε σκαρφαλώσει στα πρόσωπα μας και όλα τα πουλιά της λίμνης είχαν κουρνιάσει στα δέντρα, περιμένοντας τη βροχή σαν αγάλματα. Η πόλη ήταν άδεια.

Όμορφα είναι εδώ, τέτοια εποχή...”, μονολόγησε.

Σε αυτό το σημείο, ήμουν έτοιμος να δεχτώ οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση, ακόμα και την ομορφιά του τοπίου, ώστε να περνάει όμορφα η Ειρήνη μαζί μου. Αλλά αυτή κοιτούσε το νερό να σχηματίζει ομόκεντρους κύκλους, και όχι εμένα. Ακούστηκαν πλατσουρίσματα από το ρηχό βυθό όσο συνεχίσαμε να προχωράμε.

Μέσα στη σιωπή του μεσημεριού και τη δική μας, τα πλατσουρίσματα δυνάμωναν και ένα κούτσουρο ήρθε στην επιφάνεια, στο βάθος της λίμνης. Φαινόταν σαν το ρυμουλκούσαν σκοινιά προς την όχθη, κοίταξα πίσω μου να δω αν κάποιο παιδί ψάρευε, αλλά το κούτσουρο σερνόταν μόνο του. Και κινούνταν, πολύ νευρικά, δεξιά και αριστερά όσο διέγραφε μια ευθεία γραμμή μακριά από το κέντρο της λίμνης.

Είναι κάτι ζωντανό.”, γύρισε να με κοιτάξει η Ειρήνη με μια έξαψη στη φωνή της που είχα καιρό να ακούσω.

Όντως, δεν ήταν ένα άψυχο ξύλο, αλλά ένα αδύνατο σκυλάκι που φαινόταν ότι είχε ξεπαγιάσει. Κολυμπούσε άγαρμπα και κάθε λίγο έγερνε πλάγια και γέμιζε το στόμα του νερό. Φαινόταν εξαντλημένο. Από μακριά το είδα να μας κοιτάει κατάματα και να βγάζει σφυριχτούς ήχους, που δεν ήταν ούτε γάβγισμα, ούτε κλάμα. Μας είχε βάλει για σημάδι για να φτάσει στη στεριά. Ο πανικός του είχε μεταδοθεί και σε εμάς πλέον.

Θα πνιγεί!”, φώναξε η Ειρήνη.

Όχι, θα προλάβει! Δεν είναι μακριά!”, απάντησα, αλλά ήταν όντως αρκετά μακριά και, όπως έγερνε συνέχεια σαν βάρκα που μπατάριζε, έπινε νερό και έχανε την ανάσα του.
Θυμάμαι πως κάπως σκέφτηκα να δώσω πρώτα το κινητό μου στην Ειρήνη πριν βρέξω πρώτα τα πόδια μου και μετά βραχώ ολόκληρος. Μου φάνηκε πολύ παράξενο που ενώ το είχα στην αγκαλιά μου, αυτό έπεφτε συνέχεια και δε μπορούσε να κρατηθεί πάνω μου. Όταν βγήκαμε στο παγωμένο τσιμέντο, κατάλαβα. Είχε τρία πόδια και όρθια αυτιά, αυτό το γκριζωπό κούτσουρο,. Θυμάμαι ακόμα την Ειρήνη να οδηγάει για το σπίτι και να μου χαιδεύει το γόνατο, χασκογελώντας με το πόσο μούσκεμα είμαι. Το κούτσουρο τουρτούριζε στην αγκαλιά μου, τυλιγμένο στο μπουφάν της.

* * * * *

Θυμάσαι τί λέγαμε εκείνη τη μέρα τον χειμώνα;”, τη ρώτησα όσο τρώγαμε.

Για λεφτά θα λέγαμε.”

Ναι, και το αστείο είναι ότι τελικά όπως ήρθαν τα πράγματα, η Εύα είναι ένα παραπάνω έξοδο.

Δε πειράζει όμως.”

Η Εύα μας κοιτούσε στο στόμα όσο μιλούσαμε και περίμενε με προσποιητή υπομονή να πάρει το μερτικό της. Έκοψα ένα κομμάτι κοτόπουλο και της το έδωσα. Η Ειρήνη είχε ξαναφήσει τα μαλλιά της μακριά και της πήγαιναν πολύ. Της το ξανατόνισα. Γέλασε, και η Εύα μου έγλειφε τα δάχτυλα του χεριού. Είχε μπει ο Μάϊος και οι μέρες είχαν μεγαλώσει. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, θα βγάζαμε βόλτα το κούτσουρο, μαζί.

* * * * *

Popular Posts

Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ

Vivre ma vie

Κυνηγημένοι στην Καρχηδόνα [Ά Μέρος]