Όταν σταματάει να αξίζει η ζωή. Ένας φανταστικός διάλογος μεταξύ Χώκινγκ και Σιδηρόπουλου.
[Ήρωες:
Παύλος
Σιδηρόπουλος: Αξύριστος 3-4 ημερών, με
φαρδιά κίτρινα ρούχα. Το ένα χέρι δε
μπορεί να το κουνήσει. Έχει τσιγάρα με
μαλακό πακέτο στη τσέπη του πουκάμισου
του.
Στήβεν
Χώκινγκ: Γέρος, σε καροτσάκι. Έχει
ξαπλώσει στην καρέκλα. Δε μπορεί να
κουνηθεί καθόλου. Φοράει κοστούμι.
Ανέκφραστος, εκτός από ένα ελαφρύ
μειδίαμα που έχει όταν γελάει. Μιλάει
τραχιά και με ρυθμό μηχανής.
Σκηνικό:
Αναψυκτήριο
“Η Αίγλη” με διακόσμηση 80s
στη Βόλβη . Οι ήρωες κάθονται σε
άσπρο πλαστικό τραπέζι και καρέκλες
και πίνουν μπύρα. Είναι μεσημέρι.]
Παύλος:
Ας πούμε, εσύ ήσουν πολύ πιο τυχερός
από εμένα.
Στήβεν:
Δε νομίζω πως ήταν θέμα τύχης.
Παύλος:
Κι όμως! Για σκέψου πώς η δική σου
αναπηρία δε σε επηρέασε καθόλου στα
όνειρα που έκανες.
Στήβεν:
Γιατί, επειδή έχασες το ένα σου χέρι,
έχασες και τα όνειρα σου;
Παύλος:
Δεν είναι το ίδιο. Έχασα τη ζωή μου.
Μουσικός που δε μπορεί να παίξει μουσική.
Στήβεν:
Δε μπορούσες να γράψεις τα όνειρα σου
με το άλλο χέρι;
Παύλος:
Ντρεπόμουν. Δε μπορούσα να ξαναβγώ στη
σκηνή έτσι.
Στήβεν:
Εγώ είχα να κρατήσω διαβήτη και στυλό
πέντε δεκαετίες, αλλά τον βρήκα τον
τρόπο μου.
Παύλος:
Άλλο εσύ. Εσύ συνήθισες έτσι.
Στήβεν:
Μπορεί. Αλλά κράτησα το μυαλό μου. Εσύ
το έχασες.
Παύλος:
Τίποτα δεν έχασα. Ακριβώς επειδή
κράτησα και εγώ το μυαλό μου είπα να
φύγω.
Στήβεν:
Όχι, το έχασες. Τη στιγμή που έχασες το
χέρι, έχασες και το μυαλό, αντί να το
ισχυροποιήσεις.
Παύλος:
Τί να γράψεις για αγάπη ρε Στήβεν, αν δε
μπορείς να την αγκαλιάσεις την άλλη;
Στήβεν:
Δε ξέρω, αυτό θα μου το πεις εσύ. Εγώ
έγραψα για τα αστέρια.
[Ο Παύλος
πίνει μια γουλιά από τη μπύρα και ανάβει
τσιγάρο. Προσφέρει στον Στήβεν, του το
ανάβει.]
Στήβεν:
Και γιατί ήμουν πιο τυχερός, αν
επιτρέπεται; Μέχρι να φύγεις, ζούσες
όσα εγώ ίσα που γεύτηκα στα νιάτα μου.
Αν μη τί άλλο, εσύ ήσουν ο τυχερός.
Παύλος:
Όχι ρε Στήβεν. Δε θες να καταλάβεις. Εγώ
τά 'χασα όλα. Δε με αναγνώριζα στον
καθρέφτη.
Στήβεν:
Ε, εντάξει τότε, έχεις δίκιο. Καλά έκανες
και έφυγες νωρίς, άμα δεν αναγνώριζες
τον εαυτό σου στον καθρέφτη.
Παύλος:
Γαμώτο, μην ειρωνεύεσαι! Εσύ ξέφευγες,
μπορούσες να πετάξεις στο διάστημα! Εγώ
γαμήθηκα, έσκασα στη γη και έγινα
σμπαράλια.
Στήβεν:
Και πάλι δε σε καταλαβαίνω. Εγώ ξέρεις
τί έχω δει από το διάστημα; Κάτι θολές
φωτογραφίες, στατικές. Αυτό. Και
μαθηματικούς τύπους.
Παύλος:
Ξέρω...
Στήβεν:
Το ξέρω ότι ξέρεις. Αλλά δεν πέταξα
ποτέ. Κανείς. Και για να μην παρεξηγηθώ,
δε πιστεύω πως ήμουν κάτι καλύτερο από
εσένα.
Παύλος:
Ήσουν πολύ καλύτερος καλλιτέχνης από
εμένα.
Στήβεν:
Μπούρδες. Αν σου δινόταν η δυνατότητα, θα
αλλάζαμε ζωές;
[Ο Παύλος
δε μιλάει.]
Στήβεν:
Αφού λοιπόν ξέρεις την απάντηση, δε
χρειάζεται να την πεις. Εγώ έμαθα να
είμαι ΟΚ με αυτό που ήμουν.
Παύλος:
Εγώ δε μπόρεσα. Δε μπορούσα να συμβιβαστώ.
Καθόλου.
Στήβεν:
Γιατί όχι;
Παύλος:
Γιατί δεν άξιζε, ούτε καν να το
προσπαθήσω, Στήβεν. Είχα ήδη πεθάνει.
Στήβεν:
Έιχες φτιάξει όσα ήθελες να φτιάξεις;
Παύλος:
Όχι βέβαια. Πότε δε θα μπορούσα να το
πω αυτό.
Στήβεν:
Ναι βρε Παύλο μου. Μην υπεκφεύγεις
της ερώτησης όμως. Όταν έφυγες, ήσουν
πλήρης;
Παύλος:
Εσύ ήσουν;
Στήβεν:
Εγώ μπορούσα να φτιάξω και άλλα. Να γράψω
και άλλα. Να φανταστώ και άλλες πιθανότητες.
Αλλά δε ξέρω αν ήθελα.
Παύλος:
Ε, και εγώ αυτό.
[Ο Παύλος
σηκώνεται και αγκαλιάζει την κουπαστή.
Έχει δακρύσει. Έχει πλάτη στον Στήβεν
που ρουφάει τη μπύρα του με καλαμάκι
και χαμογελάει.]
Στήβεν:
Τουλάχιστον μας θυμούνται. Εμένα για
το καροτσάκι, εσένα που έφυγες μικρός.
Παύλο:
Τί να το κάνω. Σε γεμίζει εσένα αυτό;
Στήβεν:
Μπα. Δεν τα πήγαινα καλά με τη φήμη
ποτέ.
Παύλο:
Εσύ πώς βρήκες το κουράγιο να συνεχίσεις
όταν έφυγα;
Στήβεν:
Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Δεν είχα
την αίσθηση ότι θα πεθάνω, και βγήκα
αληθινός. Πλέον μου φαίνεται μακρινό.
Παύλο:
Τί θυμάσαι όμως; Τί σε κράτησε;
Στήβεν:
Το καλό φαγητό και το κρασί. Οι
συζητήσεις. Το να γελάω. Έβλεπα στον
ύπνο μου γαλαξίες που το βεληνεκές των
τηλεσκόπιων μας δε τους φτάνει. Και
φανταζόμουν τί μορφή μπορούν να έχουν. Θέλω
να πω, τί άλλο είχα;
[Ο Παύλος
επιστρέφει στην καρέκλα του. Στηρίζει
τους αγκώνες στο τραπέζι και γέρνει
μπροστά.]
Παύλος:
Θες να πεις πως εγώ είχα περισσότερα;
Στήβεν:
Ίσως κάποιος άλλος να το έλεγε αυτό,
αλλά όχι εγώ. Νομίζω πως μιλάμε για
ασύγκριτα μεγέθη. Μήλα – πορτοκάλια,
που λένε.
Παύλος:
Δε σε καταλαβαίνω.
Στήβεν:
Γιατί; Έξυπνος άνθρωπος ήσουν. Να σου πω ένα παράδειγμα; Προτιμάς
μια νύχτα γεμάτη σεξ ή να είσαι ο πρώτος
που ανακαλύπτει κάτι, που ο ανθρώπινος
νους δε μπορούσε να το συλλάβει μέχρι
πριν;
Παύλος:
Για μένα το δεύτερο έφερνε το πρώτο.
Όταν πρωτοξεκινήσαμε...
[Ο Στήβεν
τον κόβει.]
Στήβεν:
Για μένα όμως, όχι! Βλέπεις; Αρκέστηκα
στο δεύτερο. Αν νομίζεις ότι συμβιβάστηκα,
μπορείς να το πεις. Δε με πειράζει. Αλλά
εγώ πιστεύω πως δούλεψα με ό,τι είχα.
Παύλος:
Στήβεν, είχα να σε δω χρόνια. Νιώθω άθλια
με αυτήν την κουβέντα γιατί ακούγεται
σαν σα σε υποτιμώ.
Στήβεν:
Κάθε άλλο. Είχα ούτως ή άλλως βαρεθεί
να με ηρωοποιούν όλοι οι συνομιλητές
μου και να παραμερίζουν τα προβλήματα
τους, μπροστά στο καροτσάκι μου.
Παύλος:
Πιστεύεις ότι έκανα λάθος που έφυγα
νωρίς;
Στήβεν:
Σίγουρα έχασες πολλά. Όχι πολλά,
μπροστά στο άπειρο. Αλλά αρκετά για να
γράψεις δυο – τρία πράγματα ακόμα.
Ξέρεις πόσο χρόνο έχασα για να γράψω
ό,τι βρήκα, με ρυθμούς χελώνας;
Παύλος:
Δεν είχα τίποτα να γράψω.
Στήβεν:
Το ξέρω. Για αυτό σου είπα, πως έχασες
το μυαλό σου.
Παύλος:
Εσύ δεν το έχασες;
Στήβεν:
Μπορεί. Μόνο ένας σαλεμένος μπορούσε
να σκεφτεί αυτά που σκεφτόμουν. Αν ήμουν
ροκ σταρ, πιθανότατα να μην τα σκεφτόμουν
ποτέ. Δε θα με ένοιαζε κιόλας, μεταξύ
μας.
[Γελάνε
και οι δυο. Ακούνε μια κόρνα από το δρόμο.
Έχει έρθει το αμάξι τους.]
Στήβεν:
Ήσουν άτυχος Παύλο, ναι.
Παύλος:
Και οι δυο ήμασταν, γαμώτο.
Στήβεν:
Ας πούμε καλύτερα, πως ό,τι τραβήξαμε,
το τραβήξαμε από το κεφάλι μας.
Παύλος:
Αυτό, σίγουρα.
[Κατευθύνονται
αργά προς το δρόμο. Ακούγονται τζιτζίκια
από μακριά.]