Vivre ma vie

Αγαπητή Κυρία,

μια φίλη που δούλεψε για εσάς μου έδωσε τη διεύθυνση σας. Θα ήθελα να δουλέψω για εσάς. Είμαι 22 χρονών. Πιστεύω πως είμαι όμορφη. Είμαι 1.67, με κοντά μαλλιά. Αλλά μακραίνουν γρήγορα. Σας στέλνω και μια φωτογραφία μου.

Εις το επανιδείν,

Νανά








Η Νανά θυμάται τη ζωή της


“Ο Πελάτης έχει πάντα δίκιο, στο τί επιθυμεί.”

Ήταν η πρώτη παράγραφος της σύμβασης που μόλις είχα υπογράψει. Η πρώτη μεγάλη αρχή που μου υπαγόρευσε το καινούριο μου αφεντικό. Στην αρχή προσπαθούσα να είμαι τυπική. Με τους πελάτες, με τη δουλειά γενικά, με τις άλλες. Ακολουθούσα πιστά τους κανόνες, γιατί δε μπορούσα -και δεν ήξερα- να κάνω τίποτε άλλο.

“Οι υπηρεσίες που παρέχουμε, έναντι αδρής αλλά λελογισμένης αμοιβής, πρέπει να έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την ικανοποίηση του πελάτη και την προστασία του ιδιωτικού του βίου.”

Για αυτό και δουλεύαμε στους παραδρόμους της Champs-Élysées. Ήταν αρκετά ερημικοί ώστε να μη συγχρωτιζόμαστε με τις οικογένειες των πελατών, αλλά και αρκετά πολυσύχναστοι ώστε να έχουν λόγο να περνούν από εκεί, ως περαστικοί. Γρήγορα έμαθα να τους ξεχωρίζω. Ο απλός καλοντυμένος απλά πήγαινε στη δουλειά του ή στο κοντινότερο καφέ για διάλειμμα. Ο πιο καλοντυμένος, που χαζολογούσε λίγο παραπάνω στο δρόμο, ήταν αυτός που προσπαθούσε και να ξεκαρφωθεί. Συνήθως όταν έβγαζε τα φράνκα για να πληρώσει, είχε και την οικογενειακή φωτογραφία στο πορτοφόλι.

“Αναφορικά με το ωράριο. Λαμβάνεται υπόψιν η ζήτηση ανά συγκεκριμένες ώρες και η προσφορά προσαρμόζεται αναλόγως. Εν πάσει περιπτώση, είμαστε στη διάθεση του πελάτη.”

Είχα πολλές νεκρές ώρες στην αρχή. Ήταν Πέμπτη, συννεφιασμένο μεσημέρι φθινοπώρου, γύρω στις δώδεκα. Φορούσε βαθιά σκούρα καμπαρντίνα και καλοσιδερωμένο κοστούμι. Μύριζε μια αδιάφορη, ξεθυμασμένη κολώνια. Μπήκαμε στο δωμάτιο 27.

Έκλεινα τις κουρτίνες όταν μου ζήτησε τασάκι και με ρώτησε τιμή. Ντροπαλά, απάντησα.

“Με 4.000.”

Από αυτά κρατούσα γύρω στα 700 με 800, καθαρά, στο τέλος της εβδομάδας. Με μέσο όρο ένα τέταρτο της ώρας.

Προσπαθούσα να τον κοιτάζω τσαχπίνικα, με ελαφρά χαμηλωμένο το κεφάλι. Είχε κοφτές γωνίες στο πιγούνι και με τα μικρά του κατάμαυρα μάτια, σαν χάντρες, μου ανταπόδωσε το βλέμμα. Έκανε έναν ήχο, σαν καγχασμό και έβγαλε το πορτοφόλι από δερματίνη. Χρηματιστής θα ήταν, σκέφτηκα.

“Μου χρωστάς 1.000.”

“Δεν έχω ρέστα.”, απάντησα.

Δε μιλούσε. Νόμιζα ότι δε θα με πίστευε και συμπλήρωσα την πρόταση μου.

“Αλήθεια λέω, δεν προσπαθώ να σε κλέψω.”

“Ωραία. Τότε θα βγάλεις και τα ρούχα σου”, απάντησε εκείνος.

Έσβησε το τσιγάρο και χωρίς ούτε να χαλαρώσει τη γραβάτα του με έπιασε από τη μέση. Έσβησα και εγώ βιαστικά το δικό μου. Είχα ξεκουμπώσει τα μισά κουμπιά από το μπλουζάκι.

Με κολλούσε πάνω του και απροειδοποίητα με φίλησε στο στόμα. Είχε μια γεύση από μελάνι. Με τη μία, πήρα το στόμα μου μακριά από το δικό του. Εκείνος συνέχιζε, σφίγγοντας μου τα μπράτσα και εγώ προσπαθούσα να το αποφύγω. Ξανά και ξανά.

Δεν ήθελα να φέρω μεγάλη αντίσταση, αλλά δεν ήθελα και φιλιά. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δεν έχω δικαίωμα να του το πω ξεκάθαρα. Τα χέρια μου είχαν αγκυλωθεί, γιατί φοβόμουν πως μπορεί να τον χτυπούσα καταλάθος με μια απότομη κίνηση, πάνω στην ταραχή.

Κάποια στιγμή αγανάκτησε και είπε δυνατά.

“Γιατί όχι στο στόμα;”

Δεν κατάλαβα αν έπρεπε να απαντήσω. Συνέχισε να με φιλάει, με βία. Αποφάσισα να μη φωνάξω.

“Η Πόρνη οφείλει όπως παρουσιάζεται ευπρεπώς, τηρώντας αυτονόητους κανόνες αισθητικής και υγιεινής.”

Σηκώθηκε πρώτος από το κρεβάτι και κούμπωνε το παντελόνι του. Σκεπασμένη ακόμα με το ξεφτισμένο σεντόνι, του ζήτησα αναπτήρα, να ανάψω. Μου έδωσε, όσο τακτοποιούσε τη γραβάτα του. Πριν ανοίξει την πόρτα, μου έριξε ένα τελευταίο ψυχρό βλέμμα και έφυγε.

Ξαπλωμένη, έσβησα το τσιγάρο στα μισά. Έπρεπε να συμμαζέψω, να κάνω ντουζ, να ξαναβαφτώ πριν ξαναβγώ.

Έβαλα όμως πρώτα τα λεφτά στο πορτοφόλι μου.

Η Νανά ζει τη ζωή της

Να πω την αλήθεια, μου φαίνεται και ιντριγκαδόρικο. Πληρώνει και καλά. Τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν, όσο ήμουν απ'έξω. Που ξες, μπορεί να γνωρίσεις μέσα από το σεξ και κάποιον που αξίζει. Στον άντρα φαίνεται το ποιόν του, όταν μπουν τα χρήματα στη μέση. Στις υποσχέσεις και τα λόγια του αέρα, όλοι καλοί έίναι. Αλλά θα είναι τσιγκούνης ή άρχοντας όταν αγοράζει κάτι; Θα σεβαστεί ό,τι πλήρωσε ή θα κάνει σαν μικρό παιδί που σπάει απρόσεκτα το νέο του παιχνίδι;

Πω πω, τί μπούρδες λέω. Μιλάω λες και είμαι παλιά. Μια βδομάδα έχω στη δουλειά και δεν ξέρω καν πόσο αξίζω. Ομορφούλα είμαι, λεπτή και ξέρω να κάνω την παιχνιδιάρα. Αλλά όταν με πρωτορώτησαν “πόσα;” δεν είχα απάντηση. “Όσα θες”. Τί όσα θες; Πλέον ξέρω. Τέσσερα χιλιάρικα, έξι χωρίς ρούχα. Είμαι μέτρια στην τιμή, αν συγκρίνεις με τις άλλες. Συχνά φοβάμαι μήπως είμαι και μέτρια γενικά. Αλλά τί να κάνεις. Δε σκοπεύω να πουλιέμαι για πάντα. Προς το παρόν, μαθαίνω.

Δε θέλω φιλιά στο στόμα. Δεν έχω καταλάβει αν οι πελάτες πιστεύουν πως συμπεριλαμβάνεται στην τιμή. Οι δυο – τρεις που ψάρεψα ως τώρα, τους το έκοψα αρκετά εύκολα. Δε με κοιτούσαν και πολύ στο πρόσωπο, να πηδήξουν ήθελαν.

Τί συννεφόκαμα έχει σήμερα...

Για δες, με συννεφιά ξεκίνησα τη πρώτη εβδομάδα στη δουλειά. Οιωνός; Τί θά λεγε ο ποιητής; Γελάω με τέτοιους οιωνούς.

Τί θα γίνει, έτσι θα πάει σήμερα; Στεγνά θα την βγάλουμε; Ψυχή δεν έχει.

Α! Δες αυτόν! Σαν χρηματιστής, γύρω στα 35. Φραγκάτος που ψάχνει να γιορτάσει ή πρώην φραγκάτος που ψάχνει να ξεχαστεί. Θα δείξει. Αν του σηκωθεί κανονικά και αυτουνού θα είμαι τέσσερις στους τέσσερις. Όσα μου είπε η Γκλόρια με κάτι πουρά δικά της, δε με ενθουσιάσαν.

Γαμώτο, πότε θα σταματήσω να αγχώνομαι; Στις άλλες βγαίνει τόσο φυσικά. Μια πρόταση είναι, γεια σου γλυκέ μου, θα πάμε μια βόλτα;

Μη σκαλώνεις. Σε κοιτάει, πάμε.

Δε μου αρέσει το δωμάτιο μου, ούτε που πρέπει να το συμμαζεύω κάθε φορά που μου το αφήνουνε μπουρδέλο. Οι κουρτίνες μυρίζουν καπνό, πολλά διαφορετικά χαρμάνια που έχουν καπνίσει οι παλιότεροι εδώ μέσα.

Ομορφούλης είναι, αλλά μου δημιουργεί μια νευρικότητα. Δε μου αρέσει πώς κοιτάει. Γιατί με κοιτάει έτσι;

Δεν του γεμίζω το μάτι του μαλάκα;

Κόφτο, δεν είναι γκόμενος σου, πελάτης σου είναι, τους πελάτες τους σεβόμαστε.

Του αρέσω άραγε; Δεν κοιτάει το σώμα μου.

Θα 'χει λεφτά μάλλον, έχει τον αέρα του χορτάτου. Δε θα του λείψουν.

Μωρέ, είναι πολύ μεγαλύτερος μου. Πιο πολλές φορές έχει πηδήξει αυτός, παρά εγώ. Δε θά 'ταν άσχημα να τον κάνω αυτό που λένε οι άλλες, “τακτικό πελάτη”.

Ανέκφραστος, και κρύος μου φαίνεται. Του χαμογελάω και δε δείχνει τίποτα. Τασάκι, ναι γλυκέ μου, ορίστε. Να είσαι γλυκιά και τσαχπίνα, Νανά. Γιατί αν βγει μαλάκας, μόνο η γλύκα θα σε σώσει.

“Πρώτη σου φορά;”, ρωτάω.

Ηλίθια ερώτηση, σημείωσε το να μην την ξανακάνεις. Ειδικά αν είναι να παίρνεις τόσο κοφτές και αγενείς απαντήσεις. Θα τον ξενερώσεις στο τέλος και θα φύγει πριν γίνει τίποτα, ρεζίλι θα γίνουμε.

“Δεν έχω ρέστα”, λέω.

Έχω, αλλά δε σου δίνω.

Τα ρούχα να βγάλω; Μπράβο Νανά μου, παγιδεύτηκες με τις εξυπνάδες του. Δε θέλω να βγάλω τα ρούχα μου μπροστά του. Δεν είναι ότι είναι άσχημος. Με αγριεύει όμως. Αν ήμασταν αλλού, αν ήμασταν σε μπαρ και όχι στο άθλιο δωμάτιο, αν μου πρόσφερε τσιγάρο, αν ήταν γοητευτικός, αν...

Δεν έχει αν. Δεν είστε εκεί. Είσαι πόρνη και είναι ο πελάτης σου.

Τό σβησε το τσιγάρο, σβήστο και εσύ. Γρήγορος είναι.

Και δυνατός. Πώς με πιάνει έτσι; Μυώδης. Τουλάχιστον μπορεί να τον γουστάρω. Με πονάει λίγο. Έτσι πως τά κανα, πρέπει να γδυθώ. Αλήθεια, δε μου αρέσει όπως με κοιτάει. Είναι σαν να με μισεί από μέσα του, αλλά δεν με ξέρει καν.

Αχ, όχι! Όχι όχι όχι όχι όχι! Όχι στο στόμα ρε διάολε!

Δε τα θέλω τα φιλιά! Δεν είμαι δικιά σου, μια πόρνη είμαι που μόλις γνώρισες ρε άνθρωπε! Όχι, πάρε τα χείλη σου μακριά! Θα κουραστεί και θα ξεκουμπωθεί σε λίγο, που θα πάει. Θεούλη μου, γιατί με κοιτάει έτσι, κατάμαυρα; Φοβάμαι.

Δε μπορώ και να αρνηθώ, αλλά δε το θέλω. Άστον, άστον, ακούω μια φωνή μέσα μου, άστον μωρή μην τα πάρει!

Δεν είμαι εκεί πλέον. Δε παρακολουθώ τί γίνεται μετά. Μηχανικά ξαπλώνω και κάνω ότι βογγάω. Στους πελάτες δεν αρέσουν οι ξενέρωτες. Πονάω παντού.

Ούτε τσιγάρο δε μου προσφέρει μετά. Στα τσακίδια, μαλάκα. Θα το ξεπεράσω, έτσι είναι η δουλειά.

Μουνί είναι τα σεντόνια, το νερό κρύο στο ντουζ. Ευτυχώς αύριο πληρώνομαι.

Η Νανά αναρωτιέται αν της αρέσει η ζωή της

Τους γέρους αρουραίους να φοβάσαι που το θυμήθηκα αυτό η Γκλόρια το είπε.

Ζεσταίνομαι ιδρώνω και κρυώνω και έχω μόνο δυο τσιγάρα πρέπει να πάρω το μεσημέρι θα κάνω διάλειμμα να φάω έλα κύριος προχώρα δεν είμαι για τα μούτρα σου ή για το πορτοφόλι σου α καλά πάνε σ΄αυτήν ευτυχώς έλα εσύ μανάρι μου όμως και δεν έχω τίποτα σήμερα γαμώτο ψάρια, ψάρια, ψάρια παντού στη λαϊκή βρωμάει ή ο υπόνομος είναι.

Εικοσιεφτά εικοσιεφτά εικοσιεφτά πού είναι το εικοσιεφτά θα με περάσει για άσχετο νάτο πάμε α βρωμάει ψαρίλα και εδώ τί ωραία κίτρινοι τοίχοι και μυρίζουν οι κουρτίνες σεξ λίγο άντε πάμε γιατί με έχει κουράσει η ζέστη πόσο καιρό έχω να πάω θάλασσα;

Βούλωστο, βούλωστο, βούλωστο μη μιλάς να τελειώνουμε σταμάτα να τρέμεις μη μιλάς μη πονάς μη γδυθείς τί λες μωρέ άντε γδύσου σκάσε και περίμενε μυρίζει ο ιδρώτας μου ή ο δικός του και δε μπαίνει και αέρας θα σκάσω θα πεθάνω εδώ τί έπινε πριν και φιλάει έτσι.

Πονάω πονάνε τα πόδια μου και η μέση βουλοκέρι βουλοκέρι το στόμα σου.

Δε ξέρω δε ξέρω πώς βρέθηκα εδώ πως χώθηκα έτσι άσε ρε πούστη τα μαλλιά μου μη ξεχνάς να του χαμογελάς με γδέρνεις τέλειωνε μη κλαις μη τολμήσεις να κλαις θα πάρεις πόδι είσαι αλλού για αλλού θα το καταλάβει και δε θα ξαναπατήσει που είσαι ρε σούργελο σε πηδάνε και είσαι αλλού σκαμμένο πρόσωπο πονάω όχι τόσο γαμώτο.

Δε ξαναφιλάω κανέναν που να με σκοτώνουν μπούζι το νερό και εδώ τελειώνει το κραγιόν πρέπει να πάρω καινούριο κωλομέρα σήμερα το σάββατο θα κάτσω να κοιμηθώ όλη μέρα.



Popular Posts

Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ

Κυνηγημένοι στην Καρχηδόνα [Ά Μέρος]