Κυνηγημένοι στην Καρχηδόνα [Ά Μέρος]

Κυνηγημένοι στην Καρχηδόνα [Ά Μέρος]




Ο Μαξιμιλιάνο κουνούσε τα πόδια του μπρος-πίσω στο παγκάκι. Δεν έφταναν μέχρι το τσιμέντο. Η Αυγκουστίνα και ο Αυγκουστίνο χάζευαν το εκκρεμές των ποδιών του 6χρονου τους αδερφού. Κανένας τους δε μιλούσε. 


Οι μικροσκοπικές του πατούσες είχαν ήδη σκιστεί και είχε ξεραμένο αίμα στις ξανθές γάμπες. Τα παπούτσια του είχαν χαθεί το πρωί, όσο έκαναν μπάνιο στη λίμνη τους. Ήταν η δική τους λίμνη, η Λίμνη των Κονδόρων. Ο τόπος που γεννήθηκαν. Εκεί έμεναν, έτρωγαν, έπαιζαν και κοιμόνταν. Δε πήγαιναν σχολείο. Δεν είχανε γονείς, ούτε λεφτά. 



Μετά από μήνες είχαν βρεθεί ξανά στην πλατεία Βασιλέως. Η πόλη μύριζε πίσσα και καμένο πλαστικό από τα στοιβαγμένα σκουπίδια. Η Λίμνη των Κονδόρων βρισκόταν βόρεια, μακριά από την κατεστραμμένη Παλαιά και τη Νέα Καρχηδόνα. Έψαξαν σε όλα τα σκουπίδια που βρήκανε στο δρόμο τους για παπούτσια που θα έκαναν στον Μαξιμιλιάνο και έτσι έφτασαν εδώ. 



Ο καλοκαιρινός ήλιος δεν έδυε ποτέ στη Νέα Καρχηδόνα. Με τις δεκαετίες είχε γίνει όλο και πιο καυτός, σε σημείο που έβραζε και έλιωνε κομμάτια του τσιμέντου και εξατμίζονταν σε πηχτές βρώμικες δέσμες μπροστά στα μάτια τους. Τα λιγοστά πλακόστρωτα σημεία που είχαν απομείνει, είχαν σπάσει από τη ζέστη του ηλίου και πλέον ο δήμος έριχνε διαρκώς πίσσα πάνω στο πληγιασμένο δρόμο. Οι ακτίνες του ήλιου είχαν ξεβάψει το δέρμα των ντόπιων, σε μια κιτρινιάρικη απόχρωση, τους γέμιζαν εγκαύματα. Οι κόρες των ματιών τους είχαν ασπρίσει. Όλοι φορούσαν παπούτσια σιδηρουργών, βαριά και ατσάλινα, με περίβλημα μολύβδου για να μην καίγονται. Ο αφόρητος ήλιος είχε παραμορφώσει τα πάντα στη Νέα Καρχηδόνα. 


Η Πλατεία Βασιλέως ήταν ένα μεγάλο ημικύκλιο με αρτηρίες λεωφόρου που τη διχοτομούσαν κάθετα, προς δυο κατευθύνσεις. Δυτικά αν ακολουθούσες το δρόμο για ώρες, έφτανες στην κατεστραμμένη Παλαιά Καρχηδόνα. 


Ξαφνικά ακούσανε αγριοφωνές να πλησιάζουν. Δε κατάλαβαν πολλά πράγματα, στα σπαστά ισπανικά τους. Ένα κομβόι από αγροτικά φορτωμένα με ψαρικά όρμηξε στα πεζοδρόμια της πλατείας και οι οδηγοί κατέβαιναν φουριόζοι από τα αυτοκίνητα. Έβγαλαν τις ντουντούκες και τα μεγάφωνα και ξεκίνησαν να ουρλιάζουν για να διαφημίσουν την πραμάτεια τους. Τραβούσαν από το μπράτσο όποιον περαστικό έβλεπαν, για να τον πείσουν να αγοράσει. Τα δημοτικά μόλις είχανε σχολάσει και όλες οι μαμάδες έσερναν από το χέρι τα καλοντυμένα τους παιδιά, για να προλάβουν να αγοράσουν ζωντανά ψάρια, μέδουσες και σαλάχια. Οι ψαράδες ξεκοίλιαζαν τα ψάρια μπροστά τους και έσπαζαν με σφυριά τα καβούκια των οστρακοειδών. 


Τα αδέρφια κάθονταν στο πιο κεντρικό παγκάκι της πλατείας. Όσοι τα παρατηρούσαν καρφώναν το βλέμμα πάνω τους για ώρα. Φαινόντουσαν πως είναι ξένοι. Τα μακριά γαλαζοπράσινα τους χέρια τα προδίδαν, μαζί με τα μικρά πτερύγια που εξείχαν από τον λαιμό. Δε μιλούσαν μεταξύ τους. 


Ο χώρος είχε γεμίσει με φασαρία που τρύπαγε τα αυτιά. Όλοι οι ψαράδες είχαν βάλει σε επανάληψη κασέτες που απαριθμούσαν τα ψάρια τους, με βαριές, τραχιές και ακατάληπτες φωνές. Δύο-τρία ηχεία έσκαγαν από την απαίτηση του ιδιοκτήτη τους για περισσότερη φασαρία. Ο κόσμος είχε συνωστιστεί στη λαϊκή. 


Τα αδέρφια είδαν δυο χιλιανάκια μέσα στο συνωστισμό να πέφτουν πάνω στο τσουρουφλιστό τσιμέντο. Πάλευαν με μίσος. Τα δόντια του ενός, του πιο δυνατού, καρφώθηκαν σαν λεπίδια στο μπράτσο του άλλου και γεμίσανε με γκριζωπό, κολλώδες αίμα. Οι μανάδες τους τα είδαν να μαλώνουν, αλλά ταυτόχρονα σπρώχνονταν μεταξύ τους για μια σπαρταριστή σουπιά. Οι φωνές είχαν δυναμώσει και όλο και περισσότεροι είχαν ξεκινήσει να ρίχνουν αγκωνιές και σπρωξιές για μια καλύτερη θέση στην ουρά. 


Η δεκατριάχρονη Αυγκουστίνα και ο, για ένα χρόνο, μικρότερος αδερφός της είχαν καταϊδρώσει από τον ήλιο και την ταραχή τους. Ήξεραν πως δεν είναι ασφαλή εκεί, το είχαν νιώσει και τις υπόλοιπες φορές. Ο κοντούλης Μαξιμιλιάνο τους άκουγε τρομαγμένος. 


«Πρέπει να φύγουμε. Τώρα», είπε η Αυγκουστίνα. 


«Και τα παπούτσια του μικρού; Δε θα αντέξει μέχρι εκεί.», απάντησε ο Αυγκουστίνο. 


«Θα τον κουβαλήσουμε. Θα αντέξουμε. Πάμε, γρήγορα», έκανε η Αυγκουστίνα. 


Η Αυγκουστίνα τράβηξε από το χέρι τον φοβισμένο Μαξιμιλιάνο, τον πήρε αγκαλιά και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς την κεντρική διασταύρωση της λεωφόρου. Ο Αυγκουστίνο ξοπίσω τους. Πριν προλάβουν να αρχίσουν να τρέχουν, είδαν πως τα αγροτικά είχαν τυλίξει ασφυκτικά τον ορίζοντα από όλες τις πλευρές, σαν ουρά φιδιού. Αυτή δεν έβλεπε πίσω από το πρώτο αγροτικό. Στήριξε τον Μαξιμιλιάνο στους ώμους της για να τους πει αν υπάρχει χώρος να ξεγλιστρήσουν. Μάταιο. Ήταν η Μέρα των Ψαράδων. Αγροτικά και φορτηγά απλώνονταν σε όλο τον ορίζοντα. Τα οστρακοειδή ακόμα θρυμματίζονταν από τα σφυριά, στο βάθος. 


Λαχανιασμένος, ο Αυγκουστίνο είπε με αγανάκτηση: 


«Είμαστε κλεισμένοι! Δε θα γυρίσουμε ποτέ πίσω!» 


«Σκάσε, δε βοηθάς με αυτό που κάνεις!», έκανε η Αυγκουστίνα. 


«Και τί θα κάνουμε δηλαδή, για πες εσύ ρε ψύχραιμη;» 


Το δέρμα της έγινε έντονο τυρκουάζ και έβγαζε μια μυρωδιά θαλασσινή, σαν αχινός. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα της με τον ανώριμο αδερφό της. Δε μιλούσε. 


Δεν έχω ιδέα τί να κάνουμε. 


Ο Αυγκουστίνο είχε μάθει τις αδυναμίες της αδερφής του πλέον. Όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο εύθραυστη. Δε σταματούσε όμως να συμπεριφέρεται σαν να ήταν πιο μεγάλη από όλους τους. 


«Αν πρόσεχες καλύτερα τα παπούτσια του Μαξιμιλιάνο, δε θα ήμασταν τώρα εδώ. Εσύ φταις που θα λιώσουν τα πόδια του σε λίγο. Και ούτε που βούτηξες μέσα όταν είδες τη ρουφήχτρα να τα παίρνει! Εσύ φταις που…», συνέχισε ο Αυγκουστίνο. 


Έκοψε την πρόταση του όταν την είδε δακρυσμένη να τον ρίχνει με μια σπρωξιά κάτω. Σαστισμένος, πήγε να την κλωτσήσει αλλά άκουσε δυνατά γέλια στα δεξιά του. Ο Μαξιμιλιάνο είχε κατέβει από την αγκαλιά της. Γύρισαν και οι τρεις απότομα το βλέμμα τους. Ο Αυγκουστίνο άρχισε να φωνάζει. 


«Τί θέλετε; Φύγετε! Δε σας πειράξαμε! Αφήστε μας ήσυχους!» 


Ήταν τέσσερις χιλιανοί έφηβοι, ψηλότεροι και από τους δυο τους. Καμμένοι βυσσινί από τον ήλιο. Κρατούσαν σπασμένα ξύλινα μαδέρια από τις κλούβες που έβαζαν τα ψάρια. Τα αδέρφια παγώσαν. Κατάλαβαν από τις φωνές των αγοριών ότι τους έβριζαν. Αντανακλαστικά, σηκώθηκαν όρθιοι και οι δυο τους και κολλήσαν τους ώμους τους. Εκείνη τους κοιτούσε ανέκφραστη με βλέμμα που πέταγε φωτιές. Δε μιλούσε. Πήρε τον Μαξιμιλιάνο και τον έκρυψε πίσω από τη σκισμένη φούστα της. Τα αγόρια πλησίαζαν απειλητικά. 


Στην προκυμαία πίσω τους η θάλασσα είχε φουρτουνιάσει αγριεμένη και οι ψαρόβαρκες έχαναν την ισορροπία τους. Στην πλατεία η ανθρωποφαγία για τα ψάρια μαίνονταν. Οι περαστικοί μέσα στο καταμεσήμερο που το έβλεπαν όλο αυτό, ήταν αδιάφοροι. 


Χωρίς να μιλήσουν, πρώτη η Αυγκουστίνα άρπαξε τους αδερφούς της από το χέρι και έκαναν όλοι μαζί μεταβολή. Έτρεξαν με θυμό προς τη θάλασσα. Είδαν τη φουσκοθαλλασιά μπροστά τους να σκάει στα παρμπρίζ των παρκαρισμένων αυτοκινήτων στο λιμάνι. Πίσω τους τα αγόρια τους είχαν πάρει στο κυνήγι, με γοργό βηματισμό. Έτρεχαν με ανοιχτό στόμα και ξεγύμνωναν τα αιχμηρά τους δόντια. Οι τσιρίδες τους έμοιαζαν με τον ήχο που κάνει ένα πιρούνι όταν γδέρνει ένα γυάλινο πιάτο.


Τα αδέρφια, είχαν πάρει το χρώμα της θάλασσας από το φόβο. Λαχανιασμένα, βουτήξαν στα νερά, με ατσούμπαλα άλματα. Τα αγόρια τσίριζαν, χτυπιόντουσαν και τους πετούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Δε μπήκανε στη θάλασσα. Τους έχασαν μέσα στη φουρτούνα και γρήγορα ό,τι έβλεπαν από τα κουρέλια που φορούσαν τα αδέρφια χάθηκε κάτω από τον αφρό της θάλασσας. Τα γέλια τους απομακρύνονταν γρήγορα. 


Όσο βυθίζονταν, ο Μαξιμιλιάνο είδε τον Αυγκουστίνο να του αφήνει το χέρι και να αγκαλιάζει την αδερφή του. Το κεφάλι της έτρεχε κατακόκκινο αίμα, γιατί μάλλον κάτι από αυτά που τους πετούσαν τα αγόρια, την είχε βρει. 


Μέσα στο νερό τα σγουρά τους μαλλιά είχανε μπλεχτεί, σαν να ήταν ένα. Ο Αυγκουστίνο την κρατούσε με όλο του το σθένος και η ίδια τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα πόνο. 


Ξαφνικά μέσα στη μονοκόμματη σιωπή ακούσανε έναν ήχο κελαηδιστό, σαν ένα παιδί που έπαιζε την ίδια νότα στο πιάνο, γεμάτο κέφι. Και οι τρεις ξεβράστηκαν στον αφρό της θάλασσας απότομα, από την παρέα των δελφινιών που τους είχε αρπάξει από τα μαλλιά τους. Κατάφεραν να φτάσουν στην παραλία καβαλώντας τα. Καθίσαν εξαντλημένοι στην αμμουδιά και παρατηρούσαν λαχανιασμένοι τα γκρεμισμένα κτίρια στον ορίζοντα. Είχαν ξεβραστεί στη Σεισμική Ζώνη, στην είσοδο της Παλαιάς Καρχηδόνας. Εκεί που είχε στεριώσει και είχε πέσει η δικτατορία, πριν δεκαετίες. 


Ο Μαξιμιλιάνο, γεμάτος άμμο, έκλαιγε και πνίγονταν με το αλμυρό νερό. Η Αυγκουστίνα ήταν ξαπλωμένη και κοιτούσε στα μάτια τον αδερφό της, Αυγκουστίνο. 


«Πονάω.», του είπε. 


«Το ξέρω. Δέσε το κεφάλι σου, πρέπει να προχωρήσουμε», απάντησε ο Αυγκουστίνο. 


[τέλος Α’ μέρους]

Popular Posts

Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ

Vivre ma vie