Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ
Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ
στη φίλη με τα παράξενα δάχτυλα που χωρίς εκείνη δε θα ήταν δυνατό αυτό το διήγημα.
Στην Ισπανία οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί, από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου.
Federico Garcia Lorca
Τα περίεργα γεγονότα που πραγματεύεται τούτο το χρονικό διαδραματίστηκαν το 1897, στη Σαντιγιάνα δελ Μαρ της βόρειας Ισπανίας. Κατά κοινή ομολογία, η θέση τους δεν ήταν εκεί, γιατί ξέφευγαν από το συνηθισμένο. Το χωριό, ερειπωμένο πια, ήταν χτισμένο στις παρυφές του όρους Αλταμίρα, γύρω από το δάσος με τα πεύκα. Όσοι κάτοικοι του επέζησαν από αυτά τα γεγονότα, μετανάστευσαν σε όλη την Ευρώπη.
Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να το επισκεφτώ, όταν βρέθηκα στην Ισπανία, μέσα στην καρδιά του Εμφυλίου. Οπότε ήμουν εξαιρετικά καχύποπτος αν όντως τα γεγονότα αυτά συνέβησαν, όπως μου τα περιέγραψε ο γερό Σεσίλιο με τα εργατικά του μάτια, όταν πίναμε λευκό κρασί σε καφενείο της ελεύθερης Μαδρίτης. Ωστόσο, ο γέρος μου ορκιζόταν με κάθε αξιοπρέπεια πως ήταν αληθινά. Εκείνος σκοτώθηκε τελικά, από το φασιστικό καθεστώς. Σεβόμενος τη μνήμη του, θα τα μεταφέρω με όση ακρίβεια μου επιτρέπει ο χρόνος και η μνήμη.
Εκείνη η χρονιά στο χωριό ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες. Όλοι έστρωναν ένα λιγότερο πιάτο στο τραπέζι. Οι απανωτές πλημμύρες είχαν καταστρέψει τα σπαρτά, η πείνα έγινε λιμός και οι φτώχεια και οι αρρώστιες βολόδερναν σε κάθε σπίτι. Σχεδόν καθημερινά, όσοι έμεναν πάνω στον κεντρικό δρόμο έβλεπαν από τα παράθυρα τους νεκρούς να ανηφορίζουν βιαστικά προς το δάσος. Εκείνη τη χρονιά, όλοι όσοι πέθαιναν, πέθαιναν πάντα το απόγευμα και βιάζονταν, έπαιρναν τους δρόμους χωρίς να νοιαστούν να βάλουν τα καλά τους ή να φάνε βραδυνό με τους δικούς τους. Και όλοι οι νεκροί που προχωρούσαν, σιγοψιθύριζαν το ίδιο περιέργο μοιρολόι.
Ακόμα και η μαμά της, όταν ο πυρετός δεν άντεξε άλλο μέσα της, σηκώθηκε απ'το κρεβάτι, έδωσε ένα γρήγορο φιλί στην Ελένα και κίνησε προς τη πόρτα του σπιτιού.
“Δεν προλαβαίνω να κάτσω. Συγγνώμη σκιουράκι μου. Σ'αγαπώ.”, της είπε και έφυγε κοιτώντας νευρικά το δρόμο, μουρμουρίζοντας μοναχή της.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Πριν κάποια χρόνια που πέθανε ο πατέρας της, κάθισε και έπαιξε μαζί της στην αυλή μια τελευταία φορά, έφαγαν ψητό κουνέλι όλοι μαζί και όταν βράδιασε για τα καλά, εκείνος φόρεσε το γκρίζο καπέλο του και έφυγε σφυρίζοντας. Θυμόταν πως η μαμά της την κρατούσε από το χέρι όταν είχαν πάει να τον δούνε στη σπηλιά εκείνο το χρόνο. Ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει τί είχε ζωγραφίσει ο πατέρας της στους τοίχους της σπηλιάς. Το μόνο που θυμόταν ήταν πως εκείνος της είχε σκουπίσει με το μαντήλι του, τα μόνιμα υγρά της μάτια. Μετά από τόσο καιρό, θα έχει προχωρήσει πολύ βαθιά μέσα στη σπηλιά, της είχε πει πέρσυ η μαμά της, όταν τη ρώτησε αν θα ξαναπήγαιναν ποτέ να τον δουν. Πλέον είχε γίνει έντεκα χρονών και η μαμά της της μιλούσε σαν μεγάλη.
Το άλλο διαφορετικό αυτό τον χρόνο ήταν οι ταραχές. Η φτώχεια είχε εξαγριώσει τους ανθρώπους και ο βασιλιάς είχε στείλει ολόκληρα τάγματα της Γκουάρδια Σιβίλ να περιπολούν το χωριό και τα σύνορα του. Η Σαντιγιάνα δελ Μαρ πολύ γρήγορα έχασε μερικούς από τους καλύτερους κατοίκους της. Όταν πλέον είχε ξεπλυθεί το αίμα από τους δρόμους, όλοι πέθαιναν σιωπηλά στα σπίτια τους και οι χωροφύλακες ήταν οι μόνοι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Μέχρι να ξεκινήσουν πάλι οι ταραχές.
* * * * *
Οι φιλενάδες της το επόμενο πρωί έπαιζαν στην αυλή και συζητούσαν και αυτές για την ανυπομονησία των νεκρών.
“Μάλλον βιάζονται να προλάβουν να βρούνε χώρο μέσα στην Αλταμίρα.”, είπε η Αυγκουστίνα.
“Δηλαδή μπορεί ο μπαμπάς να μείνει έξω και να μη χωράει;”, έκανε η μικρότερη αδερφή της Αυγκουστίνα.
“Όχι, θα μπει. Όλοι θα μπουν. Αλλά φοβούνται μη δε βρούνε χώρο να ζωγραφίσουν.”
“Εσύ Ελένα έχεις δει τις ζωγραφιές ποτέ σου;”, συνέχισε η μικρή αδερφή, με περιέργεια.
“Πριν πολλά χρόνια. Λένε πως όταν πεθαίνεις ζωγραφίζεις αυτό που σε σκότωσε. Είχα πάει να δω το μπαμπά μου.”, απάντησε η Ελένα, φτιάχνοντας ένα πύργο από μικρές πέτρες.
“Όλοι οι νεκροί εκεί πίνουν καφέ τα πρωινά και η σπηλιά μυρίζει θυμάρι και καλαμπόκι και ψητό ψωμί το μεσημέρι.”, μονολόγησε η Αυγκουστίνα.
“Φέτος δε μπορείς να πλησιάσεις. Έχει χωροφύλακες, αυτούς που γυρίζουν και στο χωριό. Και φέτος λένε πως είναι πολύ θλιμμένα στη σπηλιά.”, συνέχισε.
“Εγώ θα πάω. Θέλω να βρω τη μάνα μου. Σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να μου πει τίποτα.”, είπε η Ελένα.
“Κε βά! Τί λες! Δε θα σε αφήσουν!”
Η Ελένα γκρέμισε νευριασμένη τον πύργο της.
“Δεν πήγε δηλαδή κανένας – μα - κανένας φέτος;”, της απάντησε.
“Μόνοι οι νεκροί. Κανένας άλλος. Ακόμα και το μοιρολόι που τραγουδούν είναι διαφορετικό από άλλες χρονιές.”
Συνέχισαν να σκαλίζουν με μικρά ξύλα το χώμα.
“Ελένα θα σε σκοτώσουν! Για όνομα, μη κάνεις χαζομάρες, σε παρακαλώ!”
“Δεν έχω τί να κάνω πια εδώ, μόνη μου. Δε με νοιάζει κιόλας. Θέλω μόνο να χαιρετήσω τη μαμά μου σωστά.”
Και έσκαβε δυνατά, με φρύδια σμιγμένα κάτω από το κοντοκουρεμένο της κεφάλι.
* * * * *
Η
διαδρομή μέσα από το δάσος, με τις
πευκοβελόνες στρωμένες κάτω σαν φιλόξενο
χαλί, ήταν ατέλειωτη. Χάζευε όλα τα
πουλιά και τα δέντρα, τα
πεύκα και τα έλατα,
ψηλά
σαν παρατημένος κήπος και φοβόταν
συνέχεια μη χαθεί γιατί
όλα της έμοιαζαν ίδια. Δεν είχε βρεθεί
ποτέ ξανά τόσο βαθιά στο δάσος.
Ακολουθούσε τους ήχους που άφηνε το μοιρολόι των νεκρών στον αέρα και όσο δυνάμωνε, καταλάβαινε πως όλο και πλησίαζε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, κάτω από τα στήθη της, που τώρα τελευταία φούσκωναν.
Ο ήλιος έπεφτε μέσα στις ξερές κορυφές. Ανάμεσα από τα πυκνά δέντρα, άκουσε ξαφνικά δυνατές φωνές.
«Πότε θα ξανακατέβουμε στο χωριό; Τί μας έχωσαν εμάς εδώ και οι άλλοι κάτω κάθε βράδυ γαμάνε διαφορετική πουτάνα; Τους σκίουρους θα πηδήξουμε;» φώναξε ο ένας χωροφύλακας.
«Σιγά μη γαμάνε και τη βασίλισσα την ίδια καμπρόν! Το μπουρδέλο στο χωριό έχει κλείσει, οι πουτάνες του πεθάνανε και αυτές. Μόνο με τις ξέμπαρκες που κυκλοφορούν τα βράδια βολεύονται οι δικοί μας, τί νομίζεις;», γέλασε χοντρά ο άλλος.
«Μιέρδα. Οι λοχαγοί μια χαρά γαμάνε και εδώ πάνω. Από πότε έχεις να δεις γυναίκα εσύ;»
«Δε θυμάσαι τον προηγούμενο μήνα;»
«Α ναι με το τσουλάκι που έκοβε βόλτες στο δάσος. Να λες ευχαριστώ μαλάκα που σου είπα και εσένα να έρθεις.»
Η Ελένα ίσα που διέκρινε τους χωροφύλακες, από απόσταση. Κάτω από τα δίκοχα τους, σαν αναποδογυρισμένες βάρκες, κάθονταν δυο άντρες της Γκουάρδια Σιβίλ, με τα τουφέκια ακουμπισμένα στους γοφούς. Έστεκαν γύρω από μια τενεκεδένια σόμπα και έπιναν από τσίγγινα ποτήρια. Η μυρωδιά του ξινισμένου κρασιού έφτανε μέχρι τη μύτη της.
“Αλ τίρο! Τώρα! Μαζεύτε τα και πηγαίντε στις σκοπιές σας!”
Η Ελένα πάγωσε στη θέση της και με δάχτυλα που έτρεμαν, ξάπλωσε μπρούμητα πίσω από ένα βράχο, κρατώντας την αναπνοή της. Πίσω από τα δέντρα είδε ένα τρίτο άντρα, μεγαλύτερο να τους πλησιάζει βρίζοντας σαν μανιακός.
“Γιατί ρε αρχίδια δεν είστε κάτω στη σκοπιά; Φυλάτε, γαμώ το θεό και τον πατέρα σας τον πούστη! Θα σας πιάσουν στον ύπνο με όλη την πλαγιά ακάλυπτη. Τσακιστείτε!”
Τον είδε να απομακρύνεται προς την αντίθετη πλευρά του ξέφωτου και συνέχιζε να βρίζει. Οι χωροφύλακες είχαν σοβαρέψει.
“Εγώ δε ξαναπάω εκεί κάτω. Κάθε λίγο περνάνε όλοι με το μίζερο μοιρολόι τους.”, έκανε ο ένας.
“Τί έγινε καραγκιόζη, φοβάσαι σαν καμιά γυναικούλα; Νούμερο δεν έχεις ρε μαλάκα; Σύρε κάτω, που μου τά έχωσε και εμένα ο άλλος, για την πάρτη σου.”
“Καμπρόν, πρόσεξε το στόμα σου. Σε έχω δει να τρέμεις σαν αδερφή όταν περνά από δίπλα σου νεκρός. Βούλωνε τώρα.”
“Καλά μαλάκα. Εγώ πάω για ύπνο. Φυλάω πάλι το πρωί. Κοίτα μη κατουρήσεις τα βρακιά σου.”
Έφτυσε μέσα στη φωτιά και σηκώθηκε να φύγει. Ο άλλος στερέωσε το όπλο στον ώμο και κατέβηκε προς το μέρος της Ελένα.
Η Ελένα κουλουριασμένη στο βράχο, δεν είχε ακούσει τα πάντα. Οι σκόρπιες χυδαιότητες και το αόριστο αίσθημα του κινδύνου που έφερνε η κοντινή απόσταση με τους χωροφύλακες όμως ήταν αρκετά. Είχε καταλάβει ότι δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Θυμήθηκε πως κάθε φορά που περνούσε η Γκουάρδια Σιβίλ, η μαμά της την κρατούσε σφιχτά από το χέρι και βαδίζαν γρήγορα προς το σπίτι, παρατώντας την όποια δουλειά είχαν στο χωριό.
Το μοιρολόι των νεκρών ευτυχώς την οδηγούσε προς την άλλη κατεύθυνση, ακόμη πιο ανηφορικά στην πλαγιά. Στα αριστερά της είδε μια σειρά από ψηλούς θάμνους και σύρθηκε προσεκτικά προς τα εκεί.
Οι ψίθυροι στον αέρα είχαν πυκνώσει, σαν να είχαν μαζευτεί σε μια παρέα και μιλούσαν όλοι μεταξύ τους. Με μια ανάσα ανέβηκε τρέχοντας μέσα από τους θάμνους που της έγδερναν τα μπράτσα και βρέθηκε στο ξέφωτο που άφηνε πίσω του το δάσος. Επιτέλους, μπροστά της είχε μόνο το γυμνό βουνό.
Το μοιρολόι των νεκρών έβγαινε ήσυχα μέσα από την καρδιά του βουνού. Είχε φτάσει στη σπηλιά αλλά δεν έβλεπε την είσοδο. Το γύρω της ήταν άδειο εκτός από μια παράγκα με ετοιμόρροπα μαδέρια, με τη σημαία της Γκουάρδια Σιβίλ. Έτρεξε να κρυφτεί μόλις την είδε αλλά είχε γίνει αντιληπτή.
“Αλτ! Ποιός είναι εκεί;”
“Σε βλέπω που κρύβεσαι μικρή puta!”
Η Ελένα σηκώθηκε όρθια, με τα χέρια καρφωμένα στο πλάι και φώναξε από μακριά, με δάχτυλα που έτρεμαν.
“Αφήστε να μπω μέσα!”
“Κανένας δε θα μπει! Δεν υπάρχει αυτό που ψάχνεις. Τσακίσου φύγε γιατί θα στην αστράψω.”
Ο χωροφύλακας δεν είχε σταματήσει να τη σημαδεύει όσο της ούρλιαζε. Η Ελένα στεκόταν κοκκαλωμένη και ζύγιαζε πόσα πρέπει να του πει.
“Η μαμά μου είναι μέσα στη σπηλιά! Πρέπει να τη δω! Άσε με να περάσω.”
“Δεν υπάρχει καμιά σπηλιά.”
“Μα...τόσοι νεκροί ήρθαν ως εδώ. Αυτοί που πήγαιναν;”
Ο χλωμός φρουρός προχώρησε να την πλησιάσει, μορφάζοντας, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ο ιδρώτας έσταζε από τα λιγδιασμένα του μαλλιά.
“Κε βα! Δε ξέρω τί αρχιδιές σας λένε στο χωριό σας. Δεν υπάρχει ούτε σπηλιά, ούτε και νεκροί. Οι νεκροί θα θάβονται, όπως είπε ο βασιλιάς.”
Η Ελένα δε μιλούσε.
“Εσείς, με τις βρωμερές ιστορίες σας για τη σπηλιά και τις ζωγραφιές. Τέτοια λένε να παρηγοριέστε που σκοτωθήκατε. Ψέματα, όλα ψέματα! Οι νεκροί δεν πάνε πουθενά!”
Κατάλαβε πως ο χωροφύλακας δεν ήξερε τί έλεγε. Ακούγονταν όλα ψέματα, που του έμαθαν να λέει. Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε βρεθεί πολύ κοντά της. Μόλις ζύγισε πως την έφτανε, την κλώτσησε με τα βαριά άρβυλα του και η Ελένα τινάχτηκε άγαρμπα στα βράχια.
Ήταν τα μεγαλύτερα δευτερόλεπτα που είχε ζήσει ως τότε. Ζαλισμένη, δεν άκουγε πλέον ούτε το μοιρολόι των νεκρών, ούτε τις βρισιές του χωροφύλακα που συνέχιζε να τη κλωτσάει, πεσμένη. Ήταν σαν τη σιωπή που έχει η θάλασσα λίγο πριν νυχτώσει. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε, το είχε ξανακούσει στο περσυνό τραπέζι που είχε μαζευτεί όλο το σόι. Είχαν στείλει το μεγαλύτερο ξάδερφο της να σκοτώσει την πιο γέρικη κότα και οι γυναίκες θα τη μαγείρευαν με κρεμμύδια, πιπεριές και ντομάτα. Εκείνος δε την έσφαξε αμέσως. Τα κόκκαλα του λαιμού που σπάνε με τη βία έχουν μια πολύ ιδιαίτερη χροιά, σχεδόν κουφή και άδεια και οι τελευταίες ανάσες του πτηνού βγαίνουν λαχανιασμένες. Και μετά σιωπή, η ίδια σιωπή που άκουγε τώρα η Ελένα, έτσι όπως την είχε φανταστεί ότι θα ήταν, βλέποντας τη κότα ξαπλωμένη μέσα στα χώματα του κήπου.
Της φάνηκε ότι το μυαλό της έτρεχε πιο γρήγορα από ότι πριν. Όλα όμως έμεναν ακίνητα γύρω της. Γύρισε να δει τις φλέβες στα μάτια του χωροφύλακα που κόντευαν να σπάσουν, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. Στεκόταν κοκαλωμένος, χωρίς να βρίζει, χωρίς να κουνιέται.
Η Ελένα ψηλάφησε γρήγορα το σώμα της. Μπορούσε να κουνηθεί. Όλο το σώμα της ήταν στη θέση του, όπως το θυμόταν. Μπορούσε να γυρίσει το βλέμμα της, να δει τί υπήρχε γύρω της, να σηκωθεί όρθια. Αλλά όλα ήταν καρφωμένα στη θέση τους, σαν να είχαν πεθάνει τα ίδια και όχι αυτή.
Από παιδί έβλεπε στον ύπνο της πως πέθαινε και τώρα έβλεπε πως είχε πέσει πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Δε πονούσε το ραγισμένο της κεφάλι και τα σπασμένα της πλευρά. Δεν της πιάστηκε η καρδιά της από τη στεναχώρια. Ούτε είχε την ανακούφιση μιας βουτιάς στη θάλασσα μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα. Ένιωθε απλά ένα με την ήρεμη σιωπή.
Αλλά κάπου ανάμεσα στο παγωμένο τοπίο γύρω της, τις σκέψεις που έτρεχαν και τη σιωπή του δάσους, ο πιο αληθινός φόβος που μπορούσε να νιώσει σκαρφάλωσε από όλο της το κορμί και σφηνώθηκε μέσα στα μηνίγγια της. Πιο αληθινός από το φόβο για τους χωροφύλακες, από το φόβο που είχε ότι δε θα μεγαλώσει, από το φόβο ότι δεν την αγαπάνε. Ήταν ο φόβος ότι θα έμενε έτσι, με τους πάντες παγωμένους γύρω της, όπου κανένας δεν αλλάζει, κανένας δε μιλά.
Άραγε όταν πέθαναν οι γονείς της, είχε παγώσει και αυτή στα μάτια τους; Μα, αφού τους έβλεπε να της απαντάνε όταν τους μιλούσε. Την έβλεπαν κανονικά. Τότε αυτή ίσως δεν τα είχε καταφέρει, ίσως θα χανόταν για πάντα σε αυτή τη μοναξιά. Τα πλευρά της πονούσαν από αυτό το φόβο.
Μήπως είχε πάρει λάθος το δρόμο και θα βρισκόταν πια για πάντα δίπλα στον μαρμαρωμένο χωροφύλακα και τον ήλιο που δε θα έδυε ποτέ; Ξανακοίταξε νευρικά το δάσος με τα υγρά της μάτια έτοιμα να κλάψουν, ψάχνοντας το παραμικρό σημάδι ζωής.
Και ήσυχα, άκουσε από μακριά μια κουκουβάγια. Ένιωσε ξαφνικά ότι πατούσε στέρεα στο δροσερό χώμα και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου φώλιαζαν κάτω από τα ρούχα της. Τα δέντρα μύριζαν όπως τη πρώτη φορά που έπαιξε κρυφτό κάτω από τα πεύκα. Όλα μύριζαν όπως έπρεπε να μυρίζουν. Ένιωσε δίπλα της όλα τα κοτσύφια που γυρνούσαν στις φωλιές τους, όλες τις αλεπούδες που τριγυρνούσαν πονηρά πριν πέσει ο ήλιος, άκουγε τις αρκούδες που βύζαιναν τα νεογέννητα τους από πολύ μακριά. Ο πόνος έφυγε σφυρίζοντας μέσα στον αέρα.
Τότε πια σιγουρεύτηκε ότι είχε πεθάνει. Το κορμί της βάρυνε και το μοιρολόι των νεκρών έπαιρνε ένα άλλο πλάτεμα και στένεμα, όπως ήταν το τραγούδι που της τραγουδούσε η μαμά της όταν της έπλεκε κοτσίδες τα μαλλιά. Τα λόγια τους είχαν πλέον νόημα. Και οι νεκροί μοιρολογούσαν την αρρώστια και την πείνα, τον πυρετό, τα αποστήματα, τα κέρατα των ταύρων, τα ονόματα όσων τους πρόδωσαν, τα επίθετα των χωροφυλάκων. Τραγουδούσαν αυτό που τους είχε σκοτώσει.
Άξαφνα, όλα γύρω ξεκίνησαν να τρέχουν αλαφιασμένα μπροστά της. Ένιωσε μεγάλη, όπως περίμενε ότι θα ένιωθε όταν μεγάλωνε. Και ήταν όλα ξεκάθαρα γύρω της. Ο αέρας πλέον μύριζε παράθυρο που άνοιγε.
Είδε τον χωροφύλακα να σωριάζεται με το πρόσωπο στο χώμα, όταν πήγε να τη ξανακλωτσήσει. Δε μπορούσε να την αγγίξει και το πόδι του πέρασε μέσα από το σώμα της χωρίς να την ακουμπήσει. Κατάχλωμος, με αίμα και λάσπες στα δόντια, έπεσε μπρούμυτα. Το τουφέκι και το δίκοχο είχαν τιναχτεί παραπέρα. Ηταν ένας αμούστακος εικοσάχρονος με χοντροκομμένα φρύδια. Η φωνή του είχε γίνει ψιλή και τρομαγμένη. Μύριζε κάτουρο.
“Πέθανες! Πέθανες! Να μαγαρίσω το γάλα της μάνας σου, πέθανες!”
Η Ελένα τίναζε τα χώματα από τα ρούχα της, με αξιοπρέπεια.
“Εγώ φεύγω.”, του έκανε.
“Κε βά! Αποκλείεται! Πού θα πας; Μέσα, μέσα στη σπηλιά, να ζωγραφίσεις τη μούρη μου για πάντα εκεί μέσα; Όχι, όχι, όχι, όχι πρέπει να σε θάψω!”
Ο χωροφύλακας παραληρούσε και, πράγματι, η Ελένα λυπήθηκε την κατάντια του.
“Λυπάμαι, δε μπορώ να κάνω κάτι για σένα. Εσύ με σκότωσες. Ήταν αυτό που σκέφτηκες με το που με πρωτοείδες. Δε μπορώ να κάνω κάτι για σένα.”, του ξαναείπε.
“Η μάνα μου μου έλεγε πως όποιον ζωγραφίζουν, δε πεθαίνει ποτέ. Μένει παγωμένος όταν πεθάνει και τίποτα δεν αλλάζει.”, είπε ο χωροφύλακας με μύξες στο στόμα.
Η Ελένα χαμογέλασε. Βρήκε αστείο το πόσο αληθινός ήταν ο φόβος του, αλλά βιαζόταν να προχωρήσει.
“Ό,τι έκανες, εσύ το διάλεξες. Στη μάνα μου ήθελα να πάω. Πλέον δε μπορείς να μου κάνεις κάτι, και το ξέρεις. Πρέπει να βρω τη μάνα μου.”, έκανε ανυπόμονα.
“Θα σου διαλύσω το σπίτι! Θα φτύσουν το γάλα τους οι δικοί σου!”, της φώναξε ο χωροφύλακας.
Η Ελένα τον προσπέρασε και ψηλαφούσε τα βράχια που έβγαινε το τραγούδι των νεκρών, ψάχνοντας την είσοδο στο βράχο. Το μοιρολόι έμοιαζε με παλιό τραγούδι της βόρειας Ισπανίας.
“Η μάνα και ο πατέρας μου είναι νεκροί. Δεν έχω κανέναν να του κάνεις κακό. Εμένα τί θα μου κάνεις, θα με ξανασκοτώσεις;”, του είπε και γέλασε.
“Θα σε ξεσκίσω βρωμομούνα!”, ούρλιαξε σαν πληγωμένος ταύρος.
Όπλισε με τρεμάμενα δάχτυλα το τουφέκι και πυροβόλησε καταπάνω της. Η σφαίρα δε βρήκε πουθενά. Από μακριά οι αλεπούδες και τα τσακάλια ούρλιαξαν. Κάτω από την σεμνή είσοδο, η Ελένα τον κοίταξε και έριξε μια τελευταία ματιά στο δάσος που έδωσε το πρώτο της φιλί. Είχε σκοτεινιάσει εντελώς πια.
“Εγώ φεύγω.”, του είπε με αξιοπρέπεια. Χάθηκε μέσα στη σπηλιά. Τα ουρλιαχτά συνέχιζαν, πιο δυνατά.
* * * * *
Οι νεκροί είχαν τελείωσει τον καφέ τους και έπιναν κόκκινο ξηρό κρασί. Η σπηλιά ήταν γεμάτη καπνό από τα τσιγάρα. Μόλις είδαν την Ελένα έγνεψαν σιωπηλά. Βρήκε τη γειτόνισσα της να πλένει ρούχα στη σκάφη. Το έδαφος ήταν ακόμα στρωμένο με πευκοβελόνες. Όλοι μάζευαν τα πράγματα τους να προχωρήσουν.
“Καλώς μας ήρθες, μικρό. Προχώρα πιο κάτω, να προλάβεις τη μαμά σου.”, της είπε η γειτόνισσα.
Οι κατακόκκινοι βίσωνες με το που μπήκε στη σπηλιά, ήταν όπως τους θυμόταν, χαραγμένοι βαθιά και αξεθώριαστοι.
Είδε τη ζωγραφιά από έναν ρωμαλέο ταύρο, κουλουριασμένο σαν βρέφος που το γέννησε η μάνα του να την κοιτάει και αναρωτήθηκε πόσο βαθιά βρίσκεται πλέον ο δημιουργός του.
Είδε όσους είχανε ξεμείνει και δεν είχαν προχωρήσει να μασουλάνε βασιλικό και να περιμένουν τους δικούς τους. Κάποιοι άλλοι δίπλωναν προσεκτικά τα σεντόνια τους και έσμιγαν με το τσούρμο που τους περίμενε παραμέσα. Μερικοί ανακάτευαν το κοκκινόχωμα με την υγρασία που έσταζε από τις οροφές και μαζί με νερομένο κάρβουνο ετοίμαζαν τα σύνεργα της ζωγραφιάς τους.
Ένας νεκρός με πρόσωπο που δεν ταίριαζε την εποχή της, της χαμογέλασε ζεστά. Τον ρώτησε το όνομα του, αλλά της απάντησε σε γλώσσα που δεν κατάλαβαινε. Της χάιδεψε φιλικά τα κοντά της μαλλιά. Τον είδε να συμμαζεύει την είσοδο, για να υποδεχτεί τους επόμενους. Όσοι έβρισκε στο δρόμο της, της φέροταν όμορφα και καλά, την αγκάλιαζαν και κάποιες μανάδες έκλαιγαν και τη φιλούσαν στο μέτωπο.
Η σπηλιά ήταν πιο φωτεινή από ότι θυμόταν. Μερικά αστέρια από το βράδυ είχαν σφηνωθεί στους τοίχους και φώτιζαν το πέρασμα. Όσο προχωρούσε, άκουγε στο βάθος μια χορωδία που έψελνε σταθερά το μοιρολόι. Πολλοί στίχοι επαναλαμβάνονταν, έδιναν τη θέση τους σε καινούριους και ανάποδα.
Όσο προχωρούσε προς τη χορωδία, οι τοιχογραφίες άλλαζαν και γίνονταν πιο φρέσκιες. Ήταν ζωγραφιές ανθρώπων με πέτρες και ακόντια, και κάποιες μαύρες τρύπες σκαλισμένες στο βράχο. Από μακριά, την είδε. Η μαμά της ήταν στην μπροστινή σειρά και τραγουδούσε σιγανά. Ντυμένη στα ίδια ρούχα, ιδρωμένα από τον πυρετό, με τα σγουρά μαλλιά που η Ελένα χώνονταν όταν ήταν μικρή, τραγουδούσε και της χαμογέλασε. Κάθισε στις φτέρνες και την κοιτούσε. Ήταν τόσο όμορφη όσο την θυμόταν όταν ήταν νέα. Ευγενικά, η μάνα της άφησε τους χορωδούς και πήγε κοντά της να την αγκαλιάσει.
“Γλυκό μου σκιουράκι, Ελενάκι μου! Πόσο είσαι κοντά μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Γλυκιά μου μονοκόρη, πόνεσες; Σε πόνεσαν; Ποιός στο έκανε αυτό; Μωράκι μου, ζωή μου, συγγνώμη που έφυγα έτσι! Φοβήθηκα ότι δε θα βρει χώρο να ησυχάσει η ψυχή μου εδώ μέσα. Πρόλαβα τελικά και βρήκα το χώρο μου. ”
Τα υγρά μάτια της Ελένα ξεχείλησαν. Χώθηκε μέσα στα μαλλιά της και έκλαιγε για ώρα. Θυμήθηκε όλα όσα έζησε και για όλα όσα δεν πρόλαβε, το πόσο αγαπούσε την Αυγκουστίνα, το πόσο της έλειπε ο μπαμπάς. Μέσα στα μαλλιά της μάνας της όλα έσβηναν από τη μυρωδιά του δυόσμου. Μετά από ώρα, ηρέμησε.
“Πάμε να βρούμε τον μπαμπά”, έκανε η Ελένα.
“Πρέπει να ζωγραφίσεις πρώτα, ξέρεις τί θα ζωγραφίσεις; Πρέπει, για να προχωρήσουμε, σε περίμενα για να μην χαθείς μόνη σου.”, της απάντησε.
Η Ελένα έφερε στη μνήμη τον φονιά της, το αμούστακο παιδί, με όλη την αλαζονεία της εξουσίας στα φρύδια του.
Σκούπισε τα μάτια της και έπιασε το χέρι της μαμάς της. Ξεμακρύνθηκαν στο βάθος της σπηλιάς και η χορωδία περίμενε να συνεχίσει το θλιμμένο μοιρολόι.
Είχε πλέον βραδιάσει όταν σταμάτησε η αφήγηση του γέρου. Απορροφημένος όπως ήμουν, γύρισα και είδα παραξενεμένος ότι όλο το καφενείο είχε κάτσει κοντά μας, για να ακούσει την ιστορία. Ο γέρο Σεσίλιο τέλειωσε το κρασί του, και έπαιζε το ποτήρι στα δάχτυλα του κοιτώντας το τραπέζι. Με κοίταξε για μια τελευταία φορά, φανερά ταραγμένος και σηκώθηκε απότομα να φύγει. Δεν το περίμενα. Πρόλαβα μόνο να τον ρωτήσω αν μπορεί κανείς να μπει πλέον στη σπηλιά. Με ένα σπασμένο χαμόγελο, μου απάντησε, φορώντας το μπαλωμένο πανωφόρι του.
“Για αυτό πολεμάμε, καμαράδα”.
Μετά από χρόνια έμαθα πως η σπηλιά σφραγίστηκε από τους νικητές του Εμφυλίου. Ήταν εκείνη η περίοδος που όλη η Ισπανία φύτρωσε νεκροταφεία. Στο Σπήλαιο της Αλταμίρα μένουν μόνο οι αρχικές τοιχογραφίες των βισώνων και των ταύρων, από τους πρώτους ανθρώπους. Πλέον θεωρείται μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.