Γελώντας με τον θάνατο - η ματιά μιας 11χρονης μαθήτριας
“Κάηκαν ζωντανοί!”
είπε η Στέλλα γελώντας με την καρδιά
της και σε κοιτούσε
στα μάτια λες και περίμενε να κάνεις
και εσύ το ίδιο. Μέσα σε μια έκτη τάξη
δημοτικού σχολείου, έντεκα με δώδεκα
το πρωί, έντεκα στα δώδεκα χρονών η
Στέλλα. Ο δάσκαλος μιλούσε για τον πόλεμο
στη Συρία, τους τόμους βιαιότητας και
φρίκης που ζουν και διηγούνται οι
πρόσφυγες από εκεί, τα νεκρά και
απανθρακωμένα πτώματα παιδιών από τις
βόμβες, τις βόμβες που είναι το μόνο
σίγουρο και σταθερό στη ζωή τους. Τη
στιγμή που τα παιδιά στη Συρία και σε
κάθε εμπόλεμη γωνιά του κόσμου δεν
ξέρουν αν όταν ξαναπάνε σχολείο θα
χαιρετήσουν το πρωί όλους τους συμμαθητές
τους, στη δίπλα γειτονιά της Ελλάδας ο
δάσκαλος, με κάθε καλή πρόθεση στην
καρδιά, εξηγούσε αυτό το δράμα στους 24
μαθητές του. Τον ρώτησα γιατί διάλεξε
να χάσουμε την ώρα των μαθηματικών για
αυτή τη συζήτηση. Μου είπε πως το έκανε
γιατί είναι παιδαγωγικά σωστό να
καταλάβουν τα παιδιά πόσο προνομιούχα
είναι και να εκτιμήσουν τη ζωή που τους
παρέχουν οι γονείς τους και την πολιτισμική
εκπαίδευση του σχολείου. Γιατί πρέπει
να κατανοήσουν, τώρα που μεγαλώνουν, σε
ποιόν κόσμο ζούνε, ότι δεν είναι όλα
χαρές και πανηγύρια, ότι υπάρχει και η
αδικία. Με άλλα λόγια, ήταν σαν να έλεγε
αναστενάζοντας από μέσα του ότι είναι
ψιλο-φυσιολογικό να σκοτώνονται παιδιά
και καλό θα ήταν να το μάθουν από τώρα.
Και παρόλα αυτά η
Στέλλα γελούσε. “Κάηκαν λέει, μέσα στο
σπίτι τους!” Η διπλανή της, η Βενίρα
έπαιζε αδιάφορα με τα μαλλιά της και με
μια χαοτική αλλαγή κουβέντας απάντησε
πως της αρέσει πολύ το πράσινο στυλό
της Στέλλας. Ο δάσκαλος παρέδιδε το
μάθημα ακούραστος, αλλά μέσα στην
αναμπουμπούλα που επικρατούσε στην
τάξη άρχιζε να φουντώνει, μιλούσε πιο
δυνατά για να τον ακούν οι μαθητές,
απορούσε και συνάμα εκνευριζόταν που
δεν τους άγγιζε ένα τόσο δυνατό και
δραματικό θέμα.
Τα μάτια του έπεσαν
στην Στέλλα που χαχάνιζε ακόμα, όσο
αυτός εξιστορούσε την τραγική δολοφονία
δεκάδων ανθρώπων από βόμβα σε νοσοκομείο
των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Τότε ήταν που
δεν άντεξε και φώναξε οργισμένος σε όλη
την τάξη, απηυδισμένος με τέτοια αδιαφορία
από τους μελλοντικούς ενήλικες και
πολίτες που είχε μπροστά του, λες και
υπήρχε ένα φαράγγι στην επικοινωνία
τους και αυτός ένιωθε ότι έπεφτε μέσα,
χωρίς να πιάνει ποτέ πάτο. Φώναξε,
δασκάλεψε, τους πήρε με το καλό, τους το
'ρίξε στο φιλότιμο, απαίτησε μια απάντηση
για την τόση αδιαφορία τους. Δεν πήρε
καμιά. Σε μισή ώρα έγραφαν έκθεση για
την αγαπημένη τους ταινία και το όλο
θέμα είχε ξεχαστεί, ήταν μια ακόμα στιγμή
μέσα στο συνηθισμένο εφτάωρο που δεν
ξέρει ποτέ κανείς τί αφήνει στα παιδιά
και τί θα θυμούνται σε 10 χρόνια από τώρα.
Και εγώ; Ίσως είμαι
ο μόνος που θυμάται ακόμα αυτό το
στιγμιότυπο μέσα στις Αλκυονίδες μέρες
του Γενάρη. Δε μπορείς παρά να συμμεριστείς
το δάσκαλο, να συμπάσχεις στη δυσκολία
του. Άλλωστε όλο αυτό ήταν μια εξάσκηση
στην ενσυναίσθηση, στην οποία τα παιδιά
απέτυχαν παταγωδώς, πλην των “καλών
μαθητών”, που σήκωναν χέρι για να
συμφωνήσουν με το δάσκαλο και να
επαναλάβουν κάπως τα λόγια του. Ακόμα
και αυτοί όμως δεν έπαυαν να μην έχουν
παρά μια θεωρητική επαφή με το ζήτημα,
δεν το είχαν ζήσει, δεν το βίωσαν ποτέ.
Αν ήταν λίγο μεγαλύτεροι όλοι τους, μόνο
αναίσθητους, αχάριστους και απάνθρωπους
θα μπορούσες να τους πεις. Και πρώτα
πρώτα την Στέλλα.
Αλλά κάτι δεν κολλούσε,
υπήρχε μια παραφωνία σε αυτήν την σκέψη
για το τί έπρεπε να σκεφτούν τα παιδιά
και γιατί δεν ταίριαζαν καθόλου τα γέλια
της Στέλλας. Είχα ένα άισθημα λες και
έβλεπα ελληνική ταινία με τον Βέγγο και
ξαφνικά πεταγόταν για 10 λεπτά ο Μπραντ
Πιτ, σαν κάτι απόλυτα λογικό και όταν
έφευγε το πλάνο, δεν τον ανέφερε ποτέ
ξανά κανείς, αν και σε όλους τους θεατές
ήταν σφηνωμένη η απορία στο μυαλό τί
στο καλό σκεφτόταν ο σκηνοθέτης. Γύρισα
σπίτι και το γέλιο ακουγόταν στο μυαλό
μου ακόμα, μαζί με τις βόμβες που πέφτουν
στη Συρία, σαν να ήταν ο μαέστρος σε αυτό
το μακελειό των ήχων των εκρήξεων. Το
σκέφτηκα, όχι πολύ -το κάνω να φαίνεται
πολύ πιο σημαντικό και μεγάλο τώρα που
το εξιστορώ σε σχέση με τη στιγμή που
το είδα να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά
μου. Το ξέχασα μετά από μιάδυο μέρες.
...
...
...
Υπάρχει μια ερμηνεία
για το κλασσικό παραμύθι της Αλίκης στη
Χώρα των Θαυμάτων, που όταν την άκουσα,
αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό ξανά το
περιστατικό με την Στέλλα. Λέει, η Αλίκη
συμβολίζει την αθωότητα της παιδικότητας
που, πέφτοντας στο λαγούμι, έρχεται face
to face με τον κόσμο των
“μεγάλων”. Δε μπορεί να τον κατανοήσει,
όσο και να προσπαθεί. Άγεται και φέρεται
από την μοίρα που τις επιφυλάσσουν τα
περίεργα σουρρεαλιστικά πλάσματα που
συναντά, περιφέρεται μέσα σε ένα χαοτικό
κοινωνικό πλέγμα που έχει εντελώς
ασαφείς αλλά και εντελώς αυστηρούς και
αυταρχικούς κανόνες. Προσπαθεί να
προσαρμοστεί, τρώει τα φαγητά των
ιθαγενών του ενήλικου κόσμου, μεγαλώνει,
κονταίνει, νιώθει σαν ψάρι που έμαθε
στα καθαρά και κρυστάλλινα γλυκά νερά
μιας λίμνης να πετιέται στις παλίρροιες
του ατλαντικού ωκεανού, μαζί με τους
καρχαρίες που αν και εξαιρετικά φτωχοί
στην όραση, μυρίζουν το αίμα από χιλιόμετρα
μακριά. Και σ'όλα αυτά πλανάται η απειλή
της βασίλισσας, αναπόδραστη. “Πάρτε
τους το κεφάλι!”
Λένε πως
ένα βρέφος βιώνει την γέννα του στον
κόσμο μας με εξαιρετικά επώδυνο τρόπο.
Εκεί που για εννιά μήνες κατοικούσε με
όλα τα κομφόρ, σε μια οριακή συνθήκη
φθοράς και αφθαρσίας, ρεαλιστικής ζωής
και ιδεαλιστικού παραδείσου ξαφνικά
το πλήρωμα του χρόνου το ξεβράζει στο
πρώτο χώρο που βιώνει ως εξαιρετικά
ψυχρό, μαζί με τον πόνο του αποχωρισμού
από την προηγούμενη κατάσταση του.
Προσαρμόζεται στη ζωή. Μαθαίνει να ζει,
να ζητάει, να επικοινωνεί, ξέρει από
μόνο του όμως, χωρίς να του το μάθει
κανείς, να απολαμβάνει τη ζωή. Ζει τα
πρώτα του χρόνια, χωρίς σαφή όρια του
εαυτού του με τον κόσμο, σε μια τόσο
στενή σύνδεση μαζί του, σαν να είναι όλη
η γη μας κομμάτι του ίδιου, σαν ένα αχανές
τραγούδι που δεν έχει αρχή και τέλος
αλλά τα πάντα είναι εφικτά καθώς το
ακούς.
Τί σχέση
έχουν όλα αυτά με τη Στέλλα, θα ρωτήσετε.
Νομίζω πως η απάντηση κρύβεται στο ίδιο
το γέλιο της. Ήταν ένα γέλιο που παραδοσιακά
στη λογοτεχνία παρουσιάζεται σαν το
πιο γνήσιο, το πιο αθώο και ειλικρινές
που μπορεί να υπάρχει, πριν δηλητηριαστεί
από την ειρωνεία, την μνησικακία και
τον χλευασμό που δίνονται ως δυνατότητες
της εξέλιξης της σκέψης. Ήταν το παιδικό
γέλιο. Μια κάθετη άρνηση αυτού του κόσμου
που παρουσίαζε ο δάσκαλος, το βγάλσιμο
της γλώσσας, ένα αναπόφευκτο φτύσιμο
σε εμάς τους “ώριμους” που φτιάξαμε
έτσι τη ζωή για αυτήν και την δασκαλεύουμε
πως είναι λογικό να είναι έτσι, ένα δριμύ
κατηγορώ σε αυτούς που σκοτώνουν τις
Στέλλες απανταχού στον κόσμο. Μια
υπερβολικά ώριμη αντίδραση ενός παιδιού
που δεν καταδέχεται ότι υπάρχει τέτοια
ανωριμότητα σε αυτόν τον κόσμο των
ενηλίκων.
Και οι
γονείς; Τί να κάνουν; Προστατέψτε την
παιδικότητα των παιδιών! Κάθε παιδί όσο
μεγαλώνει θα βλέπει πως ο κόσμος δεν
είναι όπως τον περίμενε και όπως θα του
άξιζε. Θα μπουν στο παιχνίδι οι
μικρομεγαλισμοί των συνομηλίκων, οι
πιέσεις, οι προσβολές και τα αδιέξοδα.
Η παιδικότητα είναι το μόνο εφόδιο που
μπορεί να τα βγάλει όχι αλώβητα και
στάσιμα αλλά πιο ώριμα από αυτήν τη
διαδικασία. Είναι η δυνατότητα να
επεξεργάζεται κανείς τον κόσμο όπως θα
ήθελε να είναι και όχι όπως κυνικά είναι,
είναι το δικαίωμα να μην προσαρμόζει
τα θέλω και τα πιστεύω του με βάση τί
λένε οι άλλοι αλλά να συνεχίζει να
πιστεύει πως όλα είναι δυνατά. Να μην
παραδέχεται πως ο κόσμος είναι έτσι,
δεν αλλάζει, τελεία και παύλα. Και ας
μας φαίνεται το παιδί και κοινωνικά
αδέξιο, και μελαγχολικό, και κουρασμένο
να πάει σχολείο και ούτω καθεξής. Όλα
αυτά είναι δικές μας παρατηρήσεις και
ερμηνείες και είναι τόσο μεγάλα και
απρόσιτα όσο τα κάνουμε εμείς να
φαίνονται. Το δυνατό σημείο κάθε παιδιού
είναι και η πηγή των προβλημάτων του.
Μην τονίζουμε αυτά που εμείς ονομάζουμε
προβλήματα, αλλά αντίθετα να επιβεβαιώνουμε
κάθε στιγμή της ζωής του πως είναι άξιο
όχι μόνο της αγάπης μας, αλλά και τόσο
δυνατό να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία
στη ζωή του, όσο δυνατό είναι και το
γέλιο της Στέλλας απέναντι στην
βαρβαρότητα του πολέμου.
Ίσως έτσι
τελικά αποκτήσει και το ίδιο για τον
εαυτό του την ευαισθησία που θα ήθελε
ο δάσκαλος της ιστορίας μας να του
περάσεi.