La vitta e bella (?)

Σε πρόλαβα, ω Τύχη
και σου έφραξα όλα τα πιθανά
περάσματα
και ούτε σ'εσένα, ούτε σε καμιά
άλλη περίσταση
δε θα παραδοθούμε ανυπεράσπιστοι
αλλά όταν η ανάγκη το θελήσει
τότε θα φτύσουμε γενναία τη ζωή
και εκείνους που σ'αυτήν την βλακεία προσκολλούνται κενολογώντας
και θα φύγουμε από τη ζωή!
τραγουδώντας ένα όμορφο τραγούδι
ότι τόσο ωραία ζήσαμε!

Επικούρου προσφώνησις


Την προηγούμενη εβδομάδα πήγα σε κηδεία. 20 χρονών κοπέλα, η Έβελυν. Μην πάει το μυαλό σας σε τροχαία, φρικιαστικά ατυχήματα και λοιπά εφιαλτικά παραστρατήματα της τύχης. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν έχω ιδέα πώς πέθανε η Έβελυν, ούτε και ρώτησα. Η όποια τραγικότητα του θανάτου της δεν μπορεί να συναγωνιστεί την τραγικότητα της ζωής της. Δεν ήταν μια απρόσμενη κορύφωση μιας ζωής, δεν ήταν σαν να κόπηκε ξαφνικά το ρεύμα στο διαμέρισμα ενώ όλα τα φώτα, η μουσική και ο φούρνος ήταν ανοιχτά και όλη η αίσθηση του συγκεκριμένου χρόνου να χάθηκε σαν ατμός που βγαίνει μανιωδώς από μια χύτρα ταχύτητας. Όχι, η ζωή της ήταν σαν ένα σωρό από σαπισμένα λάστιχα που καίγονται για χρόνια και ο καπνός τους δεν έχει καμιά προοπτική να γίνει κάτι άλλο πέρα από μαύρη πίσσα, τοξική και δηλητηριώδη.

Δεν την ήξερα την Έβελυν, παρά μόνο από αφηγήσεις συγγενικών της προσώπων, φίλων μου. Πρώτη φορά που την είδα, ήταν ήδη νεκρή. 20 χρονών, διαγνωσμένη με σχιζοφρένεια από μικρή, μετρούσε 30 κιλά και καθόταν σε ένα αμαξίδιο από τη στιγμή που γεννήθηκε. Η κοπέλα αυτή και η ανάμνηση της είναι η ζωντανή (ακόμα και τώρα) απόδειξη πως η ζωή δεν είναι πάντοτε “ένα δώρο”, οι υπαρξιακές ανησυχίες που πολλές φορές σφυρίζουν σαν τρυπανάκι οδοντιάτρου μόνιμα στα αυτιά του καθενός δε λύνονται με αφορισμούς του τύπου “να είσαι ευτυχισμένος και να χαίρεσαι που ζεις και στην τελική αν δεν τα καταφέρεις, άντε και γαμήσου”. Η Έβελυν -φαντάζομαι- δε θα μπορούσε εύκολα να έχει ένα τέτοιο πρόταγμα σαν ευαγγέλιο στη ζωή της. Δε θα το 'κανε τατουάζ. Αλλά κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία που έχω να αφηγηθώ για αυτήν.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως δε μπορεί κανείς να πορευτεί και στη ζωή του με ένα ισοπεδωτικό οδοστρωτήρα που ακυρώνει την εμπειρία του και να αφήσει τον Θάνατο, ως ιδέα, να σκοτώσει τις όποιες στιγμές ευτυχίας ζει και θα ζήσει, περιμένοντας καρτερικά το grand finale που θα έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Θάνατο και όχι την ιδέα του πλέον, αυτοπροσώπως. Γιατί ακόμα και να ζήσει τη ζωή του έτσι, προσπαθώντας να θωρακιστεί από το Θάνατο, κανείς δεν εγγυάται ότι θα τον καλωσορίσει με χαμόγελο.
Άρα τί; Είναι η ζωή δώρο; Δεν είναι; Προφανώς δεν υπάρχει απάντηση σίγουρη και αντικειμενική, καθώς όποιον και να ρωτήσουμε θα θέσει ένα κάρο προϋποθέσεις πριν μας απαντήσει, σπάζοντας μας τα νεύρα. Αλλά, στο βαθμό που και εμείς οι ίδιοι ορίζουμε τις ζωές μας, τις ιδέες και τη συμπεριφορά μας, τί θα γινόταν αν σκεφτόμασταν και συμπεριφερόμασταν σαν να ήταν η ζωή μας δώρο, χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε ποτέ αν είναι;

Ας αποδεχτούμε, χάριν της συζήτησης, αυτήν την εντελώς αυθαίρετη παρότρυνση και ας ψάξουμε τις ενδεχόμενες συνέπειες της. Έχει καθόλου δίκιο ο Επίκουρος;

Η ζωή είναι ένα εν δυνάμει δώρο, μοναδικό για τον καθένα μας και ανεπανάληπτο. Έρχεται όμως με μεγάλο κόστος, την ίδια τη συνειδητοποίηση της ως φορτίο, βάρος, που πρέπει να κουβαλήσουμε. Κάθε στιγμή που ζούμε δε θα την ξαναζήσουμε, γιατί φεύγει αμείλικτα μακριά μας, ό,τι και να κάνουμε και άσχετα με το τί είμαστε, σαν να 'ναι νερό που προσπαθούμε να συγκρατήσουμε στις παλάμες μας. Απλά δε γίνεται, φεύγει, με το που ακουμπάει το πάτωμα και δεν μπορείς να το μαζέψεις. Η αναπόδραστη γνώση αυτού μπορεί να είναι τόσο έμπνευση για την επίτευξη μεγαλείου όσο και ριζώματος ενός καταστροφικού άγχους που τρώει σα σαράκι κάθε επιδίωξη ευτυχίας. Επομένως, το μόνο που μπορεί πραγματικά να κάνει κανείς είναι να φτιάχνει έτσι τις στιγμές του ώστε να αξίζουν να τις ζει, γνωρίζοντας ότι μόνο αυτές είναι το μερτικό αυτού του κόσμου που του αναλογεί. Αυτό ακριβώς ονομάζεται και μακαριότητα, μια έννοια συνώνυμη με τη ψυχική ισορροπία.

Σήμερα πέθανε η μαμά. Ίσως και χτές, δεν ξέρω.
Ο Ξένος, Αλμπέρτ Καμύ

Πώς όμως μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει με ηρεμία και ψυχραιμία τη θνητότητα του Είναι του, να αποδεχτεί πως η Ζωή ξεπερνάει ακόμα και τον ίδιο, όταν προσπαθώντας να ζει στο Εδώ και Τώρα καταλήγει να εξυψώνει το ατομικό του Είναι σαν την απόλυτη αλήθεια; Έχοντας μάθει και συνηθίσει να ζούμε σε μια κοινωνία που διαιρεί τα μέλη της στις ατομικότητες τους και μόνο, η λύση που προτείνεται για να μην μας κατακλύσει αυτό το υπαρξιακό άγχος είναι να προσκολλόμαστε στη δική μας και μόνο ζωή, σαν μικρόκοσμο. Συχνά “κενολογόντας” και υψώνοντας τείχη προς τους άλλους, φαίνεται ανέφικτο να είναι διατεθειμένος κανείς “να πεθάνει ένα οποιοδήποτε πρωινό”, όπως έγραφε ο Τ. Λειβαδίτης , ενθυμούμενος τον Επίκουρο. Επειδή, το να “κενολογεί” κανείς για την δική του ατομική ύπαρξη και μόνο είναι σαν να φτιάχνει διαρκώς κάστρα στην άμμο, μια μέρα που ξημέρωσε με βίαιους ανέμους που όσο και να παρασέρνουν τις κατασκευές μας, δε παίρνουν μαζί τους την προσδοκία ότι θα φτάσουμε στο ύψος του Πύργου της Βαβέλ. Ξανά και ξανά, και πιο ψηλά, πιο στέρεα, θρηνώντας διαρκώς την έλλειψη χρόνου, γιατί “σε λίγο καιρό θα είναι αλλιώς”. Έτσι, στην πιο γνήσια παράσταση που θα δώσουμε ποτέ, στην καθημερινή μας εμπειρία της ζωής δηλαδή, έχουμε πάντα στις καλύτερες θέσεις του εξώστη τον Πανικό μας, θέση αποκλειστική και ρεζερβέ.

Από την άλλη, ποιός είναι αυτός που θα πει με αδιαμφισβήτητη σιγουριά ποιό είναι το αληθινό, αντικειμενικό και βέβαιο νόημα της ζωής, χωρίς να πνιγεί μέσα στην ίδια του την έπαρση; Πώς μπορεί κανείς να είναι βέβαιος πως ό,τι είναι σωστό και χρήσιμο για τον ίδιο, ώστε να βρίσκει λόγο να παραβλέπει την καθημερινή κούραση, είναι σωστό και χρήσιμο για τους άλλους; Με ποιά κριτήρια; Από τη στιγμή που ξεχυνόμαστε ορμητικά στη Ζωή, ψάχνουμε διαρκώς, από άκρη σ'άκρη της ένα νόημα, το Νόημα με κεφαλαίο Ν, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, να φτιάξουμε μια δική μας αφήγηση και ιστορία που θα είναι σύμφωνη με αυτό για το οποίο πιστεύουμε πως είμαστε προορισμένοι. Η αλήθεια με την οποία γρήγορα ερχόμαστε αντιμέτωποι είναι εξαιρετικά σκληρή. Σ'αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει κανένα a priori δοσμένο νόημα, με αντικειμενική και αναλλοίωτη αξία ανά τους αιώνες. Αντιθέτως, το νόημα στη ζωή μας, δηλαδή τις αξίες και πεποιθήσεις μας ως βάση και αιτιολόγηση της συμπεριφοράς μας προς τους άλλους, καλούμαστε να τις πλάσουμε εμείς οι ίδιοι, αναλαμβάνοντας ακέραια την ευθύνη για αυτές, σε μια διαρκή ανάδραση του Εαυτού με τους Άλλους. Με άλλα λόγια, κινούμαστε στο συνεχές του χρόνου που μας δίνεται, στο λεπτό σκοινί της ζωής μας σαν ακροβάτες, διαρκώς με αβεβαιότητα και την επίγνωση του μετέωρου βήματος μας. Συνεπώς, πώς μπορεί κανείς να πει ότι ζει μια καλή ζωή, ή ακόμα περισσότερο ότι έζησε μια καλή ζωή, λίγα λεπτά πριν πεθάνει; Ο Βιτγκενστάιν μας δίδαξε πώς όσο εύκολα μπορείς να πεις για έναν άνθρωπο ότι είναι καλός ξυλουργός, επειδή καταφέρνει να επιτελεί το σκοπό του και να φτιάχνει π.χ ωραία και λειτουργικά έπιπλα, άλλο τόσο δύσκολα μπορείς να χαρακτηρίσεις μια ζωή ως καλή, επειδή ακριβώς δεν έχει προσδιορισμένο σκοπό από μόνη της.

Ο Επίκουρος μιλάει για μια ωραία ζωή. Με ένα εννοιολογικό άλμα, θα ταυτίσουμε την ωραία ζωή με μια ζωή που αξίζει να ζει κανείς, μια ζωή που τη φτιάχνει κανείς (συν των άλλων και) ευτυχισμένη. Ποιά είναι αυτή όμως; Αν ρωτήσουμε την Τέχνη και το κοινό της, μέσα από χιλιάδες διαφορετικές απαντήσεις για το Ωραίο, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής:

Ευτυχία και Αρμονία είναι αδέρφια και η μια δεν υπάρχει χωρίς την άλλη. Η επίτευξη της αρμονίας στη ζωή δεν φτιάχνεται μέσα από διαχρονικές συνταγές, που αν βάλει κανείς τα κατάλληλα υλικά, δένει το γλυκό και πάντα έτσι θα 'ναι. Αντίθετα, είναι η ενότητα των αντιθέτων, η δυνατότητα να συνυπάρχει κανείς σε σχέσεις με άτομα εντελώς διαφορετικά από τον ίδιο, να είναι τολμηρός να εξερευνεί νέα πλαίσια και να βιώνει (έστω για λίγες στιγμές) μια απέραντη ανακούφιση, ως κάποιος που συνδέεται με ένα ευρύτερο δίκτυο και σύστημα ανθρώπων, αισθημάτων, πεποιθήσεων και αξιών. Να βιώνει τη ζωή του σαν έργο της τέχνης, σαν μουσικό κομμάτι ή ταινία, πίνακα ζωγραφικής που αγωνιά να τον δουν και να τον νιώσουν οι θεατές του, για να μπορεί να υπάρξει και αυτός ο ίδιος, να μη ξεμείνει αραχνιασμένος σε κάποια υγρή, υπόγεια αποθήκη.

Η Βιρτζίνια Γουλφ πίστευε πως μια ανθρώπινη σχέση δε φτιάχνεται από 5-10 συμπεριφορές και σκέψεις που μπορεί κανείς να απομονώσει και να μελετήσει, λες και είναι βακτήριο σε μικροβιολογικό εργαστήριο. Αντίθετα, μια σχέση δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από τη χαρά του σχετίζεσθαι. Ίσως τελικά να μπορούμε να συμπληρώσουμε τον Επίκουρο λέγοντας πως μια ωραία ζωή είναι αυτή που δεν τη ζει κανείς μόνος του, γιατί αν το κάνει είναι σαν μην γεννήθηκε ποτέ. Και ίσως, η Έβελυν να το ένιωθε αυτό, μέσα από τα πρόσωπα των δικών της ανθρώπων που ακόμα και όταν έφυγε η ίδια, αυτά παρέμειναν μειλίχια. Με ανεξήγητα και ζωντανά χαμόγελα, όχι ανακούφισης “που έφυγε το βάρος”, αλλά σαν χρωματισμένα με απαλό, ροζ ακρυλικό που ζωγράφισε η Έβελυν, αυτή, η κατά πολλούς χυδαίους και σοφούς “θλιβερή ύπαρξη”.

Και ας κλείσουμε με Καβάφη, γιατί τουλάχιστον τις στιγμές που συζητάμε για το αν όντως la vita e bella, ας βοηθήσει η τέχνη να νιώσουμε πως είναι αυτό το συναίσθημα.


Απολείπειν ο θεός Aντώνιον


Popular Posts

Μοιρολόι Σαντιγιάνα δελ Μαρ

Vivre ma vie

Κυνηγημένοι στην Καρχηδόνα [Ά Μέρος]