Τελικά είχα ξαναδεί σκοτωμό σε ράλλυ.
Κεφάλαιο
1
Στο
στάδιο είχε τρομερή βαβούρα. Το πολύ
καρτέρι άρχιζε να κουράζει τον κόσμο,
χίλια-χίλιαπεντακόσα καθίσματα σφηνωμένα
στο τσιμέντο όλα γεμάτα που βουίζαν όλα
μαζί. Οι κλασσικοί σαραντάρηδες με τις
πουκαμισιές, τα εργατόπαιδα με τις
τιράντες και το κυριακάτικο σκαρπίνι,
γυναίκες συνοδευόμενες οι πιο πολλές,
κάποιες άλλες λίγες πιο πωρωμένες κι
απ'τους οδηγούς, τρελαμένες με τις
ταχύτητες, τη σκόνη και τις εκρήξεις
της εξάτμισης. Λίγοι γέροι πάνω πάνω,
που λόγω ηλικίας δεν έβλεπαν και πολλά
αλλά γουστάραν την παρέα. Είχε και
πλανόδιους που πουλάγαν μπύρες, κόλες
και βρώμικα αλλά δε μοιάζαν με τους
δικούς μας πίσω στην πατρίδα, ήταν πολύ
λιγότεροι και πολύ πιο ντροπαλοί και
μαζεμένοι, λες και θέλαν παρακάλια για
να αγοράσεις απ'αυτούς. Η συννεφιά είχε
καθαρίσει λίγο και γλιτώναμε τη βροχή,
το μόνο σύννεφο ήταν απ'τα τσιγάρα και
τα λίγα πούρα των φραγκάτων, αν και ο
δρόμος στην πίστα ήταν ακόμα βρεμμένος
και λάμπιζαν πάνω του κάτι ορφανές
αχτίδες που 'χαν ξεχάσει να δύσουν ακόμα.
Εγώ είχα θέση μπροστά μπροστά, πάνω στη
δεύτερη στροφή της πίστας σχεδόν δίπλα
στην αφετηρία, μακριά κάπως απ'το τέρμα.
Αλλά το παν σ'αυτά τα ντέρμπυ είναι η
αρχή, όχι το τέλος, όποιος αρχινίσει
σωστά έχει σχεδόν ήδη κερδίσει.
Μπροστά
μου απλωνόταν απ'άκρη σ'άκρη ένα
συρματόπλεγμα που χώριζε τη πίστα
απ'τους θεατές και πιο πολύ έκανε για
κοτετσόσυρμα παρά για σοβαρό διαχωριστικό.
Πίσω στις ΗΠΑ μετά απ'όλα 'κείνα τα
ατυχήματα είχαν τσιμεντάρει πιο ψηλά
το τειχαλάκι, τις θέσεις τις πήγαν τρία
πόδια πιο πίσω και έβαλαν διπλό
διαχωριστικό από ενισχυμένο σύρμα
φυλακής, φαντάζομαι έχαναν κι οι
ιδιοκτήτες λεφτά κάθε φορά που κάποιος
φουκαράς σκοτωνόταν απ'τα διερχόμενα.
Αυτό βέβαια δεν άλλαζε τίποτα για τους
οδηγούς και την ασφάλεια τους, τ'αμάξια
πάλι αναποδογύριζαν αν ήθελαν, πάλι
χυνόνταν τα λάδια και πάλι τρακέρνανε
στον κώλο ή στα πλάγια σε κάθε στροφή.
Ήταν κακή πίστα η συγκεκριμένη, όχι
μάλλον κακή, απλά επαρχιακή, τίποτα
σπουδαίο, είχαν ξεπηδήσει πολλές από
δαύτες μόλις ξημέρωσε το πενήντα, σ'όλη
τη βόρεια Αμερική.
Μια
φορά μόνο είχα δει σκοτωμό σε ράλλυ, και
αυτόν από μακριά γιατί δεν είχα καλή
θέση, θυμάμαι τον κόσμο να φωνάζει, τους
μπροστινούς να σηκώνονται απ'τις θέσεις
τους και τον εκφωνητή να 'ναι πολύ ήρεμος
και σχεδόν ενθουσιασμένος να σχολιάζει
το ατύχημα σα να μη συνέβη και κάτι, λες
και δεν ήθελε να τρομάξει πιο πολύ τους
θεατές. Ή μπορεί απλά να τα 'χε συνηθίσει.
Κανείς δεν ήξερε πως ο οδηγός ήταν
νεκρός, ο αγώνας συνέχιζε κανονικά. Μόνο
μετά από μια μέρα διάβασα σε μια τοπική
φυλλάδα, πρωτοσέλιδο παρακαλώ, την
αναγγελία του θανάτου του, μαζί με μια
λίστα απ'τους αγώνες που 'χε τρέξει. Μέσα
στο ράλλυ δεν το πήρα και πολύ πρέφα
γιατίς ήταν τόσο εντυπωσιακό που μου
φάνηκε σα μέρος του σόου. Άλλωστε όλοι
αυτοί οι αγώνες, απ'όσο κοντά και να τους
έβλεπες, ήταν ένα μεγάλο σόου, με πιο
πολλή ζωντάνια απ'ότι στην τηλεόραση
και πιο πολλή δράση απ'ότι στο τσίρκο,
αλλά σόου, σε κάθε περίπτωση.
Οι
οδηγοί γυαλίζαν τα καπώ τους και τσεκάραν
τα λάστιχα, κόκκινες, μαύρες, πράσινες
και κίτρινες τίγρεις που ακόμα κοιμόντουσαν
και θα 'παιρναν φωτιά σε λίγο μόλις
σπιθίριζαν οι μίζες τους. Μπορεί το
στάδιο να μην ήταν κάτι ιδιαίτερο,
αλλ'αυτά τ'αμάξια πάντα ήταν το κάτι
άλλο, σωστά θηρία, τρακόσια με τετρακόσα
χιλιάρικα το καθένα τους, να πιάνουν τα
εκατό μίλια σε δέκα δεύτερα, να μουγκρίζουν
όλο χαρά όσο παίρνουν τις στροφές, να
τα δίνουν όλα για όλα στην τελική ευθεία.
Τρεις με τέσσερις γύροι κάθε πίστα,
καθεμιά απ'τις τίγρεις αυτές τους έτρεχε
σαν άγριο θηρίο κάτω απ'τα ουρλιαχτά
και τον παροξυσμό των τύπων σαν εμένα
που έβλεπαν το ράλλυ σχεδόν μέσα απ'τα
μάτια του οδηγού. Από τα είκοσι μου έφαγα
κόλλημα με αυτά και δε μού'φυγε ποτέ.
Σήμερα είχα φτάσει μέχρι τον Καναδά για
ένα ακόμα φιξάρισμα. Θά 'βλεπα τον
Μακάλιστερ να τρέχει, μετά από τρία
χρόνια, πλουσίοπαιδο άπ'την Καλιφόρνια,
φαβορί για τον αγώνα, κι ας ήταν εκτός
έδρας.
Κεφάλαιο
2
Στο
δρόμο βγήκαμε πριν τρεις μέρες, η μίζα
μούγκρισε κάτι φορές πριν ανάψει. Το
παράθυρο κλειστό, Νοέμβρης και κωλόκαιρος,
ντουμάνια απ'τα τσιγάρα, κάτι ξερά
σάντουιτς με δυο φέτες τυρί και μια ελιά
στον καθένα. Μες στο ντουλαπάκι, τα
εισιτήρια μας, δίπλωμα και άδεια, σωστοί
και ευυπόληπτοι (έτσι δεν το λένε;)
αμερικανοί πολίτες.
Στην
αρχή βρεθήκαμε σε κάτι δρόμους σκέτες
σκοτώστρες που δεν δίνουν δανεικά
πουθενά, οι δρόμοι που το αμερικάνικο
όνειρο σκοτώνεται κάθε χρόνο. Έχουν την
ευγένεια και την κατανόηση ενός
τοκογλύφου. Ή θα πας με τα νερά τους, ή
θα σε πατήσουν κάτω. Στα δεξιά μας να
υψώνονται τα Απαλάχια όρη, αστραπές να
βαράν αλύπητα τις κορυφές τους. Αυτά τα
γρανίτινα τέρατα δεν τις λογαριάζουν
καν κι αυτές εξοργίζονται, λυσσομανάν
γύρω τους, ψάχνοντας ρωγμές και χαράδρες
να τρυπώσουν μέσα τους. Γλύφουν βίαια,
παρέα με τον αέρα βράχους να ξεκολλήσουν
και τα βουνά λες και είναι ένα συμπαγές
κολλημένο στη γη πράμα δε κουνιούνται
ρούπι. Αλλά εμείς ούτε τα Απαλάχια, ούτε
τη θεομηνία πάνω τους μπορούσαμε να
δούμε, είχαμε -οδηγός και συνοδηγός- τα
μάτια καρφωμένα στο δρόμο, ο δικός μας
ορίζοντας έφτανε μέχρι τα εξήντα με
εβδομήντα πόδια ευθεία εμπρός και τρεις
λωρίδες δεξιά-αριστερά. Ευτυχώς ήσουν
καλός οδηγός και με ηρεμούσε αυτή η
σκέψη ακόμα και όταν μας έπιασε κι εμάς
η απογευματινή μπόρα που μας έστειλαν
τα Απαλάχια, σα να μας καταράστηκαν που
δε τους δείξαμε τον απαιτούμενο σεβασμό,
θαυμάζοντας τα. Αν είχαν ψυχή μέσα τους
θα γελούσαν με μάς, ούτε μυρμήγκια δεν
ήμασταν μπροστά τους, ενώ αυτά κουβαλώντας
αιώνες ιστορίας πάνω τους φτάναν πάνω
απ'τα σύννεφα και μιλούσαν με τον ουρανό.
Δεν το 'χαν σε τίποτα να μας δουν να
γλιστράμε στο πλημμυρισμένο οδόστρωμα
και να καρφωθούμε στα κάγκελα στην άκρη
της Εθνικής. Εμείς όμως είχαμε πολύ
δρόμο μπροστά μας για να σκεφτόμαστε
τέτοια.
Οχάιο
λοιπόν, μετά Νιου Ίνγλαντ, μπαίνουμε
Καναδά στο Τορόντο και τέλος Έντμουντ
στην Αμπέρτα, αυτό είναι
το πλάνο, ταξίδι κοντά στις τρεις μέρες
μόνο το πήγαινε, άλλες τόσες στο έλα. Η
κασέτα, η ίδια κασέτα, ξανά και ξανά, τα
ίδια και τα ίδια αυτή η κασέτα, μας έσπασε
τα νεύρα, πατάω το στοπ και γλιστράει
έξω. Κοντά στα σύνορα με Καναδά, παρκάρουμε
σ'ένα υπόστεγο, η μηχανή έχει κουραστεί
και μας έχει κουράσει και μάς. Μπαίνουμε
βιαστικά σ' ένα κωλοχανείο στην άκρη
του δρόμου για φθηνή μπύρα, ξεπεσμένη
μουσική και τύπους ριζωμένους εκεί
απ'τ' απόγεμα, με ξεσκισμένα μπράτσα
απ'τον ήλιο, ίδιοι και απαράλλακτοι όλοι
τους. Σκληροί καριόληδες που αρπάζονται
απ'το πουθενά, φορτηγατζήδες, φυλακόβιοι,
τσοπεράδες, σιχαμένες γριές με ντεκολτέ
ίσαμε την κοιλιά, η μελαχρινή στο μπαρ
με το ξυρισμένο κεφάλι και τατουάζ ιστού
αράχνης στο λαιμό. Άλλη γυναίκα για
δείγμα δεν βρίσκουμε. Έχει και δωμάτια,
15 δολάρια τη βραδιά, με δικό σου μέρος
και ντουζ, δυο πετσέτες, χωρίς τηλεόραση
και δυο κρεβάτια που τους τρίζουν τα
σανίδια. Έδωσες εσύ πέντε, τσόνταρα τα
υπόλοιπα και όσα μας έμειναν τά 'πιαμε
δυο κανάτες αραιωμένης μπύρας. Κάναμε
κράτι στα τσιγάρα, να μείνει τίποτα για
το δρόμο, μη τυχόν και χαρμανιάσουμε.
Ακούγαμε τεξανή κάντρυ και τους κρότους
απ΄τις μπάλες του μπιλιάρδου όταν τις
σφύριζε η στέκα, είχαμε και θέση δίπλα
στο παράθυρο και χαζεύαμε τη βροχή που
όλο και κρύωνε όσο περνούσε η ώρα και
άφηνε το χνώτο της στο τζάμι. Από συνήθεια
το καθάριζα με το μανίκι μου, σα παρμπρίζ.
Που και που γλίστραγε καμιά μπάλα στην
τρύπα, κάποιος βλαστημούσε και φώναζε
για μια ακόμα μπύρα απ'το μπαρ, μετά από
λίγο μας έγινε συνήθειο και δε δίναμε
σημασία. Λέγαμε ηλίθια ανέκδοτα μεταξύ
μας και γελούσαμε μές την αναμπουμπούλα
του μπαρ (πότε στο καλό θά 'κλεινε
αλήθεια;). Η χωριάτικη κάντρυ έπαιζε και
έπαιζε, όλο το τζουκμπόξ ήταν γεμάτο
κάντρυ, μας νανούριζε το μπάντζο και η
βλαχαδερή προφορά του τραγουδιάρη.
Παρόλο που 'μουν απ'το Τέξας, δε μ'άρεζε
ποτέ, αλλά απόψε ήταν πολύ ταιριαστή
μ'όλους τους υπόλοιπους ήχους. Τέλειωνε
ωραία η μέρα, όταν τα φτύσαμε κι άρχιζε
ν'αραιώνει ο κόσμος, πέρασε κι η ώρα
χωρίς να το καταλάβουμε, φύγαμε κι εμείς,
τοίχο τοίχο κάτω απ'το υπόστεγο τέσσερα
δωμάτια παραδίπλα ήταν το δικό μας,
βγάλαμε τα παπούτσια και πέσαμε ξεροί
στα κρεβάτια. Είχαμε πολύ δρόμο ακόμα.
Η βροχή έπεφτε στο πεζοδρόμιο με χίλιους
χτύπους το λεπτό.
Κοιμηθήκαμε
τέσσερις ώρες μόνο, μας ξύπνησε μια
μπόχα υγρασίας στις εφτά Παρασκευής,
γιατί έσπασε ένας σωλήνας μας είπαν και
έσταζαν νερά ακριβώς πάνω απ'το κρεβάτι
μου. Η βροχή είχε σταματήσει και τα
σύννεφα είχαν βρεθεί πίσω μας, ο ορίζοντας
ήταν καθαρός και παγωμένος, βόρειος
καιρός, 100% καναδέζικο εξαγόμενο προϊόν.
Ήπιαμε
τις τελευταίες γουλιές κονιάκ απ'το
φλασκί σου, άφαγοι, κάναμε μαζί ένα
τσιγάρο, πληρώσαμε τη μαντάμ στη ρεσεψιόν
και μπήκαμε στο κρύο αμάξι. Ανάψαμε λίγο
το καλοριφέρ να ζεστάνει, αλλά μας έκαιγε
βενζίνα και το κλείσαμε μετά από κανά
τέταρτο. Ήμασταν πάνω στην ίδια εθνική,
είχαμε όμως αφήσει τις σκοτώστρες και
τη βροχή πίσω μας.
Φτάσαμε
Τορόντο, άλλος κόσμος, κρύο χωρίς αέρα,
τόσο κρύο που οι άνθρωποι εδώ το έχουν
συνηθίσει και δεν τους φαίνεται. Δεν
είχαμε τέτοιες καταστάσεις στο Τέξας,
εμείς πηγαίναμε να δούμε το γαμημένο
το ράλλυ και το μόνο μας πανωφόρι δε μας
έσωζε απ΄το κρύο που είχε κατσικωθεί
μέσα στα τσακισμένα τσιμέντα και τις
παγωμένες λίμνες του Καναδά.
Μας
χαλάει η διάθεση, γιατί έχει αρχίζει να
βαράει η πείνα, και το κρύο την κάνει
χειρότερη. Παρκάρουμε μακριά απ'το
κέντρο, άντε να φτάσεις τώρα. Βρίσκουμε
είκοσι καναδέζικα στο πεζοδρόμιο (είναι
να σου κάτσει) να τα γυροφέρνουν κάτι
χοντρές γάτες, τις διώχνουμε, η μια
τσαμπουκαλεύεται, βγάζει νύχια και
τρώει κλωτσιά ελαφριά, ελαφριά γιατί
τη λυπήθηκα τη βλαμμένη, το αρπάζουμε
και το χώνεις στην τσέπη σου. Ο δρόμος
ήταν άδειος και δε μας είδε κανείς, θά
'μασταν πολύ αστείο θέαμα, βγαλμένο από
ασπρόμαυρη κωμωδία του Χόλιγουντ. Πήγαμε
στο λιμάνι, αγοράσαμε από ένα χοτντόγκ
από έναν καντινιέρη με ξυλιασμένα χέρια
και άσπρο καπελάκι, στη ζούλα κλωτσήσαμε
και έναν αυτόματο και έριξε μια κόλα,
έτριξε. Αράξαμε στο πεζούλι και τα
φάγαμε, ήταν κοντά μεσημέρι και τα νερά
έριχναν όλο τον ήλιο στα μάτια μας. Το
'χα ξαναδεί το έργο αυτό, ένιωθα πως
ξαναζούσα μια στιγμή της ζωής μου.
Θυμήθηκα
την Αλάσκα, είχαμε πάει με το γέρο, τη
μάνα και τη θειά μου, μαζί με τις δυο μου
αδερφές αμέσως μετά τον Πόλεμο, ένα
καλοκαίρι. Πάει πολύς καιρός, η μυρωδιά
όμως της υγρασίας και του ήλιου που
έλιωνε σιγά σιγά τον πάγο μου 'φέρε
εκείνο το καλοκαίρι στη μνήμη. Είχαμε
περάσει ωραία, ντυνόμασταν με τα καλά
μας τα βράδια και τρώγαμε όλοι μαζί στα
οικογενειακά ντάινερς, τα πρωινά εγώ
πείραζα τις αδερφές μου, αυτές επειδή
μου ρίχναν και πέντε χρόνια δε μου δίναν
σημασία, οπότε εγώ το συνέχιζα μέχρι να
ασχοληθούν. Δε ξανάδα τη θειά μου, ο
γέρος πέθανε μετά από κάτι μήνες από
καρδιά, η μάνα μου ζει ακόμα στη Σάντα
Ρόζα, κάτι μίλια απ'το Νιού Μέξικο, με
μια άλλη αδερφή της, γεροντοκόρη, και
όλη μέρα της διηγείται τα παλιά, εκείνη
ακούει, δεν έζησε τίποτα στη ζωή της άρα
δεν έχει και τίποτα άλλο να κάνει, πέρα
απ'το ν'ακούει. Πηγαίνω και εγώ κάθε
Απρίλη με Μάη και κάθομαι κανά διβδόμαδο,
μαγειρεύει ακόμα καλά η μάνα, πίνω καμιά
μπύρα στη βεράντα τα βράδια και κυρίως
κοιμάμαι. Πολύς ύπνος. Κοιμάμαι στον
ξενώνα, στο κομοδίνο έχει μια φωτογραφία
του γέρου της μάνας μου, πέθανε απ'τη
μεγάλη γρίπη του δεκαοχτώ, εγώ δεν τον
πρόλαβα, συνέχεια η μάνα μου λέει πως
του μοιάζω στην περπατησιά.
Γελάει
συχνά η μάνα μου με τον εαυτό της, φοβάμαι
το γέλιο της γιατί τη στέλνει αλλού και
είναι σα να μην είναι εκεί μαζί μου. Μόνο
κάποιες φορές με αγκαλιάζει και με
φιλάει, και την παίρνουν τα ζουμιά, εκεί
ξεγλιστράω ήσυχα, δε θέλω να τη στενοχωρώ.
Οι αδερφές μου παντρεύτηκαν και δεν πάν
να την δουν. Κανένα γράμμα πεντέξι σειρών
κάθε Χριστούγεννα, καμιά καρτ-ποστάλ
παζαρτζίδικη της δεκάρας, ούτε φωτογραφίες
των παιδιών τους δεν της έχουν στείλει
εδώ και χρόνια. Μου τα λέει αυτά η μάνα
μου. Ούτε μεταξύ τους πολυμιλάνε, αυτές
κάθονται σπίτι τους και το καθαρίζουν
όλη μέρα, έχουν και ψυγείο και ηλεκτρική
και καινούρια κουζίνα και τηλεόραση,
τους τα πήραν οι άντρες τους, κάτι
κρυόκωλοι αλλά φραγκάτοι που έχουμε
ανταλλάξει δυο τρεις κουβέντες στους
γάμους τους. Φόρεσα και εγώ κουστούμι,
ήμουν και σαν καραγκιόζης γιατί κρέμονταν
τα μανίκια και έχυσα και λαδιές στο
πουκάμισο. Από τότε φοράω σκουρόχρωμα
για να μη δείχνουν οι βρωμιές. Και οι
δυο τους τα ίδια έκαναν, τους ίδιους
άντρες παντρεύτηκαν, με τα ίδια ρούχα
ντύνουν τα παιδιά τους, και οι δυο ακούνε
Έλβις στα κρυφά και κάνουν κανά τσιγάρο
για κέφι, τρελό κέφι. Δε πιστεύω πως την
αγαπάνε και πολύ τη μάνα μου. Μόνο την
Αλάσκα θυμάμαι πριν δώδεκα, δεκατρία
πλέον χρόνια, απ'τα μικρά μου. Η μάνα μου
θυμάμαι μας έλεγε πώς ήταν περήφανη για
μας.
Στο
μεταξύ έχουμε φάει τα χοτντόγκ, η πείνα
σταμάτησε να θερίζει, έπρεπε να προχωράμε.
Φτιάχνει λίγο η διάθεση μας. Όσο φεύγουμε
απ'το κέντρο γυρνάμε από κάτι κωλόστενα
στ'αμάξι, αγοράζουμε ένα πακέτο
μαρλμποράκια και χωρίς να με προειδοποιήσεις,
ήσουν και απρόβλεπτος ώρες ώρες, αρπάζεις
μια κουβέρτα απλωμένη στο σύρμα σ'ένα
χαμόσπιτο και τρέχεις. Βγαίνει η κυράτσα
του σπιτιού στο δρόμο (στο Τέξας φίλε
μου, θα 'ταν κι ο κύρης στη βεράντα με τη
12άρα καραμπίνα, εκεί να σ'έβλεπα) με τη
λουλουδέ νυχτικιά και ένα σκουπόξυλο
να σε πάρει στο κυνήγι, τρέχω και εγώ,
μου πέφτουν τα γυαλιά ηλίου μου απ'τη
τσέπη, δυο δεκάρικα τα 'χα αγοράσει,
στραβώθηκα σ'όλο τον υπόλοιπο δρόμο.
Μας χάνει η κυρά, προχωράμε άλλο ένα
τέταρτο με μια καρό κουβέρτα γεμάτη
γατότριχες παραμάσχαλα, την πετάμε στο
πίσω κάθισμα, βάζουμε μπρος και πριν
βγούμε στον Ι-94, βάζουμε 10 δολλάρια
ντίζελ. Έχουμε ακόμα καμιά σαρανταριά
ώρες ταξίδι, η κουβέρτα ήδη ζεσταίνει
τα πόδια του οδηγού.
Όταν
πήρες το τιμόνι εσύ, χάζευα το δρόμο και
σκεφτόμουν τις κόκκινες, τις μαύρες,
τις κίτρινες Κορβέτ που θα βλέπαμε στο
ράλλυ, πλάι στις Σέλμπυ Κόμπρας, αν και
εγώ είχα τρέλα γενικά με τις Σεβρολέτ.
Θα γούσταρα πολύ να 'χα μια δικιά μου
Σέβι, θα την είχα βρώμικη και ρημάδι
απ'έξω, αλλά τα σπλάχνα της θα τη πρόσεχα
σαν τα μάτια μου. Νερά, λάδια, σωστά
ακριβά ανταλλακτικά μάρκας, όλο το
πακέτο.
Γέλασα
μόνος μου με την φαντασία μου, ο δρόμος
σφύριζε, το ραδιόφωνο έπιανε μόνο
στατικά. Φάγαμε μισό μισό το τελευταίο
σάντουιτς, κάναμε κανά τσιγάρο με ανοιχτά
παράθυρα, γουστάραμε το μουγκρητό απ'το
φορντάκι σου. Ο αέρας έμπαινε και έβγαινε
με ταχύτητα πιο γρήγορη απ'τη δική μας
και μας άρεσε το βαθύ βογγητό του. Ο
ήλιος έπεφτε και έπεφτε στον ορίζοντα,
ήταν θεόρατος έτσι πως ήμασταν στην
ανοιχτωσιά, δεν ήμουν και πολύ θρήσκος
άνθρωπος, αλλά έκανα το σταυρό μου και
είπα Αμήν. Η δύση έμοιαζε πια με προσευχή.
Κεφάλαιο
3
Κατά
τις δέκα φτάσαμε στο Μπράντον, εσύ είχες
ξανάρθει και ψιλοήξερες τα μέρη, παρκάραμε
και ξεκινήσαμε να περπατάμε, συζητώντας
το πού πάμε. Έτσι κι αλλιώς, στο αμάξι
θα κοιμόμασταν απόψε, είχαμε την κουβέρτα
και τα παλτά μας, δε μας ένοιαζε και πολύ
η πείνα. Η βενζίνα δε θα μας πήγαινε πολύ
ακόμα και έπρεπε να ξαναγεμίσουμε, αλλά
είχαμε ζήτημα οικονομικό και δε ξέραμε
πώς θα το λύσουμε. Είπαμε να το σκεφτούμε
αύριο το πρωί. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια,
που λέν. Πετάς την ιδέα να πιούμε κανά
ουίσκι τουλάχιστο να ζεσταθούμε πριν
κοιμηθούμε, αγοράζουμε από κάβα ένα
150άρι σε χάρτινο περιτύλιγμα μανάβικου,
το κατεβάζουμε και τα λίγα φράγκα που
μένουν φτάνουν για δυο φθηνές μπύρες
σε μαγαζί. Καλή ιδέα, θα βγάζαμε ρίζες
μέσα στ'αμάξι ούτως ή άλλως και έτσι πώς
πηγαίναμε, άνθρωπο δε θα ξαναβλέπαμε
μέχρι να φτάσουμε στο ράλλυ. Η επαρχία
πάντα τα Παρασκευοσάββατα έχει γιορτινή
ατμόσφαιρα και είναι οι μόνες μέρες που
τιγκάρουν τα μπαρ. Αν και εκεί που 'χαμε
παρκάρει είχε νεκρική σιγή ηχούσε
στ'αυτιά μας ήδη η ροκ εν ρολλ. Τα ρυθμικά
και παιχνιδιάρικα τύμπανα, τα πλήκτρα
που χορεύαν με τα χοντρά δάχτυλα του
πιανίστα και τα βαριά μπάσα της κιθάρας.
Σχεδόν πιαστήκαμε να χορεύουμε μόνοι
μας, είχαμε φτιαχτεί και μόνο με την
ιδέα, όπως παθαίναμε και στην πατρίδα,
τί κι αν είμασταν κάτι εκατοντάδες μίλια
μακριά, σ'άλλη χώρα; Οι άνθρωποι παντού
ίδιοι είναι όταν χορεύουν και διασκεδάζουν,
αρκεί να ξες να ψάξεις τις ομοιότητες.
Ήρθε
η ώρα να αλλάξουμε ρούχα επιτέλους,
πλένουμε λίγο τα παπούτσια να φύγει η
λασπουριά και γλιστράς τα μαλλιά σου
πίσω με την τσατσάρα βουτηγμένη στην
πομάδα και πάμε σε ένα
μέρος που παίζει όντως ροκ εν ρολλ,
ψιλοκυρίλα, καμιά σχέση με την
χθεσινοβραδυνή χωματερή. Μουσική παίζουν
κάτι τύποι που δεν τους έχω ξαναδεί,
χώνουν μέσα και μπόλικο Έλβις, στην
πίστα χορεύει το μισό μπαρ. Είναι ωραίο
μέρος, φαίνεται και καθαρό, έχουμε ήδη
ζαλιστεί απ'το ουίσκι, οπότε χαλαρώνουμε
εντελώς. Παραγγέλνουμε δυο μπύρες,
ανάβουμε τσιγάρο, τις πίνουμε αργά για
να φτουρήσουν και ξεκινάμε το χαβαλέ,
κοζάροντας και καμιά κοπέλα που χορεύει.
Θυμόμαστε κάτι παλιές ομορφούλες και
γελάμε, μου ξαναλές την ίδια ιστορία
πώς παράτησες το πανεπιστήμιο, την έχω
ακούσει εκατό και βάλε φορές, αλλά
γουστάρεις να τη λες, μιλάμε για αμάξια
και οι φωνές μας χάνονται μέσα στη
μουσική και τα ποδοπατητά των χορευτών.
Η
μπύρα φέρνει κατούρημα, κάνω να σηκωθώ
και γυρνάω μετά από λίγο, είχε και ουρά
και βλέπω τη θέση σου άδεια, τη μπύρα
σου και τα μισά τσιγάρα να λείπουν. Χωρίς
να δίνω σημασία, ξανακάθομαι και συνεχίζω
τη κουβέντα μας μόνος μου. Διάολε,
χαίρομαι που 'σε χω μαζί μου στο ταξίδι,
κάνουμε καλή παρέα και συνεννοούμαστε,
είμαστε που λένε συντονισμένοι. Πριν
μια εβδομάδα εγώ είχα ήδη πάρει την
απόφαση να πάω στο ράλλυ, δε τό 'χα πει
σε κανέναν, αλλά θα πήγαινα και μόνος
μου. Σκέφτομαι τώρα πως αν δεν ήσουν εσύ
θα βαριόμουν απίστευτα. Βασικά, όχι μόνο
θα βαριόμουν, είναι καί 'να άλλο αίσθημα
που με πιάνει, σα φόβος, αγωνία. Είναι
ζόρικα να μην έχεις από κάπου να πιαστείς,
να βασιστείς σε κάποιον άλλονε, αυτόν
που με τον καιρό μαθαίνεις να τον λές
φίλο. Εμείς οι δυο ειδικά είχαμε ζήσει
πολλά σκηνικά, αξέχαστες καταστάσεις.
Και στις αφραγκίες και στα καλά μας, και
όταν χανόμασταν και όταν ήμασταν κάθε
μέρα μαζί, ήταν σα να ξέραμε πώς ο άλλος
ήταν πολύ κοντά, δε πά νά 'ταν σ'άλλη
πολιτεία. Λέγαμε και τα προσωπικά μας,
αλλά πιο πολύ ζούσαμε, παρά μιλούσαμε.
Ζούσαμε τις φάσεις μας μαζί και δέ θα
'ταν ίδιες αν είμασταν χώρια. Ξέραμε
πράγματα ο ένας για τον άλλον, σημασία
όμως έχει τί κάνεις στο τώρα, πώς ζεις
τη ζωή σου, με άγχος, με κίνδυνο, με
ησυχία, χαμένος ή σίγουρος για το πού
πας. Σέ είχα ψηλά σαν άνθρωπο, δε στο
κρύβω, παρόλο που δε χρειάστηκε να στο
πώ ποτέ. Ήσουν πιο σκεπτόμενος από μένα
και το σεβόμουν αυτό, ακόμα κι όταν σέ
'πιαναν οι μιζέριες σου και δεν ήθελες
να δεις άνθρωπο, εμένα με ανεχόσουν.
Ωραίο
πράμα να χεις φίλους, αλλά ακόμα πιο
ωραίο νά χεις έναν που ξεχωρίζει στους
πολλούς. Ή ίσως είναι έτσι όλα αυτά, για
μένα. Ξέρω κόσμο που μια χαρά τη βγάζει
μόνος του, δε θέλει κανέναν κοντά του,
πολλά πολλά. Είναι ευτυχισμένοι κι
αυτοί, κατά μια έννοια. Εγώ πάντως παρέα
δε θά 'κανα μαζί τους.
Στο
μεταξύ έχει τελειώσει η μπύρα στο
χοντρόγυαλο ποτήρι και έχω απομείνει
να ρουφάω κάτι λίγες σταγόνες. Εσύ δεν
έχεις γυρίσει ακόμα, ούτε σε βλέπω
πουθενά και βαρέθηκα, τί να κάνω, γυρνάω
στ'αμάξι σκεπάζομαι την κουβέρτα και
την πέφτω, η μουσική δε παίζει πια. Μόνο
ησυχία. Λέω, αν θέλει ας χτυπήσει το
τζάμι.
Με
το πρώτο φως ξυπνάω, τρώω ένα μισάνοιχτο
παστέλι που βρήκα στο ντουλαπάκι, βγαίνω
να τεντωθώ γιατί πιάστηκα και κάνω ένα
τσιγάρο. Τα μετράω, μένουν πέντε ακόμα.
Όλες ίδιες είναι αυτές οι καναδέζικες
κωμοπόλεις, τα ίδια τοπία, οι ίδιοι
άνθρωποι, οι ίδιες γειτονιές. Φτύνω τον
καπνό απ'το στόμα και τα ρουθούνια, τα
ίδια δε σκεφτόμουν και χτες; Γιατί όμως
τότε μ'άρεσαν αυτές οι σκέψεις και τώρα
με ταράζουν;
Κατά
τις δέκα, σε βλέπω να 'ρχεσαι με πηδηχτό
βήμα, φρεσκοπλυμμένος, ένα μπιτόνι στο
'να χέρι που μυρίζει βενζίνα, μια σακούλα
με φαγητά, κόλες και τσιγάρα στην άλλη.
Μου δείχνεις τα ρέστα από ένα πενηντάρικο,
που είναι γύρω στα 25 καναδέζικα. Δε ρωτάω
τί και πώς, γιατί ξέρω. Πάντα γούσταρες
τις γυναίκες πιο πολύ απ'τα αμάξια.
Κοιμήθηκες
καλά, σου λέω κουφάλα; Μου λες πως το
μοτέλ είχε και τηλεόραση και πως για
φράγκα δε χρειάστηκε καν να υπονοήσεις
εσύ κάτι, γιατί στα δώσε από μόνη της
και έβλεπες τις φλέβες να πετάγονται
στο στήθος της όταν τη χαιρέτησες στην
πόρτα πριν δεν την ξαναδείς ποτέ. Είχε
και ζεστό νερό, χωρίς ταβάνια να στάζουν
στο κρεβάτι.
Πάντα
όταν αναρωτιόμουν πώς τις έριχνες έτσι,
απαντούσες πώς πρέπει απλά να μην το
παίζεις κάτι που δεν είσαι. Εγώ βέβαια
αυτά τά 'κουγα βερεσέ, ήδη από παλιά που
σ'ήξερα και σένα και τα κόλπα σου.
Γύρω
στο πενηνταένα βγήκε στους σινεμάδες
το λεωφορείο του πόθου, ή κάπως έτσι.
Την είδαμε μαζί, είχαμε βρει και κάτι
εικοσάρες που γουστάραν αλητεία και
χαμουρευόμασταν στη μισή ταινία. Εσύ
όμως που ήσουν και γάτα με πέταλα, άκουγες
μαζί και τις ατάκες και τις συγκρατούσες
για να τις έχεις μαζί σου. Και διάολε,
ήσουν και γαμώ τους ηθοποιούς, έπαιρνες
την ατάκα την έκανες δική σου και την
έλεγες λες και την έγραψες εσύ.
-Ανέκαθεν
βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων.
Και
ξάπλα χάμω οι γκόμενες, ειδικά οι
φραγκάτες οι εργένισσες, και να σου τα
κεράσματα, τα καλοπιάσματα και τα χάδια
κάτω απ'το τραπέζι. Ειδικά αυτή η ατάκα
σ'είχε αρέσει τόσο πολύ που την έκανες
και τρόπο ζωής ολόκληρο. Αν με ρωτούσε
κάποιος πώς τά βγαζες πέρα στη ζωή σου,
θα απαντούσα, με αυτήν την ατάκα. Δε μου
το 'χές πει ποτές, αλλά στο μάρμαρο σου
αυτό θα γράφες αν μπορούσες, είμαι
σίγουρος.
Φουλάρουμε
το ντεπόζιτο και ξαναβγαίνουμε στην
εθνική, πάλι έχουμε άπλα στα τσιγάρα,
πάλι ντουμάνι το αμάξι. Τα ηχεία βαράγαν
δυνατά.
Κεφάλαιο
4
Δε
μπορώ να φανταστώ κάποιον που τ'αρέσουν
τα νοσοκομεία. Αλλά λίγοι είναι και οι
άνθρωποι σαν εμένα, που παρόλο που δε
τους πέθανε ποτέ κανείς μέσα σ'αυτά, τα
σιχαίνονται όσο εγώ. Δεν τα 'θελα με
τίποτα, τη μυρωδιά τους, τους σακατεμένους
που περιμένουν στα επείγοντα, τις
κρυόκωλες γιατρέσσες και τους ανώμαλους
νοσοκόμους, τους γύψους, τα επιθανάτια
βογγητά απ'τους κωλόγερους που απλά
ήρθαν για βόλτα, τις ταμπέλες που λέν
“νεκροτομείο δεξιά”, τα γάντια, τις
μάσκες, τα χάπια, τα εκκλησάκια, τα
κυλικεία, τα τρεμασμένα φώτα. Που στο
διάολο πετάν τα πόδια και τα χέρια που
κόβουν, ή τα εντόσθια των ασθενών που
ξεκοιλιάζουν σα ξεπουπουλιασμένες
κότες; Γιατί να 'μαι σε νοσοκομείο,
γαμώτο.
Ειδικά
σε ένα νοσοκομείο του Καναδά, στις έντεκα
το βράδυ, με είκοσι καναδέζικα στην
κωλότσεπη, ρούχα που μύριζαν εξάτμιση,
λιγδωμένα μαλλιά, σα ζητιάνος και να
περιμένω. Χίλιες φορές στο κωλοχανείο
να στάζουν τα ταβάνια.
Δεν
υπάρχουν και πολλά λόγια να περιγράψει
κανείς το αίσθημα του μοιραίου, αλλά οι
γιατρέσσες έχουν πάντα τον τρόπο τους
να τα λέν όλα δραματικά. Κατάγματα
σπονδυλικής στήλης, πάνω στο σβέρκο
σου, μας λένε, θα μείνει μέσα και θα
εγχειριστεί, όχι δε μπορείς να μείνεις
και εσύ έλα αύριο το πρωί αν θες, όχι,
σας παρακαλώ πάρα πολύ κύριε μου, ε ρε
πούστη μου, μισό μέτρο δρόμο δε μπορείς
να περάσεις, ούτε μεθυσμένος δε περπατάει
έτσι, τί να σε κάμω τώρα, όχι δε παίρνω
κανένα τηλέφωνο καμιά μάνα σου να τη
πάρεις εσύ, ηλίθιε, τί θα γίνει με το
ράλλυ τώρα; Ξες κανέναν εδώ, όχι βέβαια,
γιατί να ξες, ανάθεμα την ώρα και τη
στιγμή που σε πήρα μαζί μου, στ'αρχίδια
μου αν πονάς, ναι πάρτα τα γαμημένα,
πάρτα όλα απλά άσε μου δυοτρία να έχω
να καπνίσω σήμερα και αύριο το πρωί,
πάρε και ένα δεκάρικο να 'χεις. Μπαίνει
η νοσοκόμα, βάζει μπουκάλια κρεμασμένα
στο κοντάρι με τις ρόδες δίπλα σου, τρία
ξέχωρα, αυτό 'δω είναι παυσίπονο λέει,
μια χαρά μαλάκα θα φτιαχτείς κιόλας.
Μου ρίχνει ένα βλέμμα υποτιμητικό που
ούτε του δίνω σημασία και ξαναβγαίνει
απ'το δωμάτιο.
Όσο
σε μαλώνω καταλαβαίνω ότι η γλώσσα μου
τρέχει να προφτάσει την ανάσα μου.
Σταματάω. Ρίχνω μια ματιά έξω απ'το
παράθυρο, στο υπαίθριο του νοσοκομείου,
έχει βραδιάσει για τα καλά και η μυρωδιά
της αρρώστιας δε φεύγει απ'τα ρουθούνια
μου. Το καλοριφέρ είναι αναμμένο στο
φουλ και δεν επιτρέπεται να ανοίξεις
το παράθυρο, μη φύγει η ζέστη. Σε βλέπω
ξαπλωμένο και αμίλητο, σε έχω πάρει τόση
ώρα μονότερμα και δε σ'άφησα να στεριώσεις
κουβέντα, αμίλητο και άκεφο, με ένα
κολλάρο λευκό από αφρολέξ γύρω απ'το
λαιμό σου, κοιτάς μαζί μου απ'το παράθυρο.
Οι σκέψεις μας είναι ασυντόνιστες, το
ξέρω. Δεν έχουμε κάπου να τις μαζέψουμε,
οπότε δε μιλάμε.
Ξαναπαίζει
στ'αυτιά μου το φρενάρισμα απ'τις ρόδες
του γαμημένου του Φογκσβάγκεν στέσιον
γουάγκον, τα γουρλωμένα μάτια του
πενηντάρη που οδήγαγε, την εκτόξευση
σου είκοσι πόδια μακριά, το καρφωμένο
σώμα σου στην άσφαλτο και τις τσιρίδες
των περαστικών. Με πενήντα μίλια πήγαινε,
ο δρόμος άφηνε μέχρι εξήντα, και εσύ το
μόνο πού 'πρεπε να κάνεις ήταν νά 'χεις
τα μάτια σου ανοιχτά και να μη χαζολογάς
όταν περνούσες το δρόμο. Με πενήντα ρε
πούστη, εδώ δε χτυπήσαμε στις εθνικές
και στα σοκάκια που οδηγούσαμε δυο
μερόνυχτα τώρα, εσύ βρήκες την κατάλληλη
στιγμή, μια μέρα πριν το ράλλυ. Μα τί
μαλακίες σκέφτομαι τώρα; Και τί θέλω,
να μου πεις και συγγνώμη που σε πάτησε
αμάξι; Ένας διάολος μέσα μου, απαντάει,
σκάσε, βούλωστο, συνέχεια αυτό, δε λέει
κάτι άλλο. Ούτε εσύ δε μου μίλησες έτσι
τόση ώρα. Αρχίζω να ιδρώνω, αρχίζω μάλλον
να καταλαβαίνω ότι ήδη έχω ιδρώσει, το
στόμα μου είναι ξερό και τα μάτια
κουρασμένα, τα νιώθω πώς είναι κόκκινα
απ'την ένταση, ίδια με το στοπ των
φαναριών. Δε με χωράει ο τόπος, για πρώτη
φορά μαζί σου νιώθω αμήχανα, δε ξέρω πώς
να φερθώ. Γιομίζουν τα μάτια μου δάκρυα,
σκύβω πάνω σου, φεύγω και λέω καληνύχτα,
θα έρθω να σε δω. Δεν ήρθα ποτέ.
Κεφάλαιο
5
Φτάνοντας
στην Αλμπέρτα, τέλειωνε η ανοιχτωσιά
απ'τις πεδιάδες και απλώνονταν βουνά
μπροστά μου. Ξανάρθαν οι σκοτώστρες.
Πάλι καλά έπεσε η ομίχλη του πρωινού,
αλλά τώρα χτυπούσε η αντηλιά. Δεν είχα
διάθεση να καπνίσω, ούτε να φάω, ούτε να
ανοίξω το ράδιο. Σταματούσα πού και πού
για κατούρημα, είχα οδηγήσει σερί απ'το
χάραμα ως εδώ, με λίγες ώρες ύπνου μες
τ'αμάξι. Είχαμε, είχα πλέον, χάσει χρόνο
με τα νοσοκομεία.
Έξω
απ'την Αλμπέρτα, λίγα μίλια έξω, έβγαλα
τα εισιτήρια και τα κοιτούσα, τα κοιτούσα
για μισή ώρα και βάλε. Έβαλα τα κλάματα,
ήμουν μόνος, μέχρι που σιχάθηκα τον
εαυτό μου. Ήταν άλλο κλάμα, πιο λεύτερο,
πιο μόνο. Είναι πάντα πιο εύκολο να κλαις
μπροστά σε κάποιον δικό σου, νιώθεις
μια ασφάλεια και συγκρατείσαι σε κάποιον
βαθμό. Ψυχή δεν είχε για δείγμα πουθενά
και για πρώτη φορά δε με πείραζε το κρύο.
Είχα
φτάσει, επιτέλους, σώος, εκεί που ήθελα
εδώ και καιρό. Μετά από μήνες θα ξανάβλεπα
ράλλυ, θα ξανάνιωθα όλη την ένταση στις
φλέβες, τα κροταλίσματα των ποδιών θα
ταρακουνούσαν το στάδιο, ο εκφωνητής
θά 'ταν τρελαμένος, θα ξεχνιόμουν κιόλας
απ'τα χθεσινά.
Μήπως
έπρεπε να κάτσω μαζί σου, να κοιμόμουν
στ'αμάξι και να πήγαινε και στο διάολο
το ράλλυ; Αυτό δεν έπρεπε να κάνω; Αλλά
πώς θα μπορούσα να βοηθήσω; Ούτε γιατρός
ήμουν, ούτε με θέλαν οι γιατροί στα πόδια
τους, ούτε μπορούσαμε να πολυμιλάμε
γιατί θα 'σουν νυσταγμένος. Τέτοια δεν
είχαμε ξαναζήσει, τόσο άσχημα, και κυρίως
χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα για
να τα καλυτερέψεις, ούτε να φύγεις, ούτε
να κάτσεις να το διορθώσεις. Ήταν
πρωτόγνωρο για μένα, και για μας όμως.
Όλες τις δυσκολίες που μας τύχαιναν
εμείς τίς είχαμε επιλέξει, είτε από
αμέλεια είτε από ένα δε βαριέσαι, εμείς
όμως τις φτιάχναμε και εμείς τις
ξεδιαλύναμε με τον ίδιο τρόπο που τις
φτιάχναμε. Τί νά κάνα που θά πρεπε να
κάνει ένας φίλος, όταν τα φέρνει η μοίρα
έτσι που δε μπορείς να ξεφύγεις από μια
τέτοια κατάσταση;
Μα
και σύ δε μού 'χες πει να κάτσω. Ούτε και
να μην κάτσω όμως. Δε μπορώ να διαβάζω
και μυαλά. Αφού δε σ'άφησα και να μιλήσεις,
σού 'χα κλέψει τη μιλιά. Με κοιτούσες
όμως, με μάτια πολύ προσεκτικά και
καθηλωμένα πάνω στα δικά μου, σα να μού
λεγες δέκα πράματα μαζί, ξεχωριστά
μεταξύ του. Το ερώτημα ήταν ένα, όσο και
να μην τό πε κανείς άπ'τους δυο μας, αν
θά μενα μαζί σου ή θά βλεπα το ράλλυ
μόνος μου. Όσο θυμάμαι την κουβέντα,
τόσο καταλαβαίνω πώς παρά τις βλακείες
που σού λεγα και την ενοχλητική σιωπή
σου, τελικά μιλούσαμε για το αν θά μενα.
Τελικά και σ'αυτήν την άσχημη φάση
υπήρχαν επιλογές, εγώ επέλεξα να φύγω.
Εσύ δε μπορούσες να κάνεις κάτι άλλο.
Αλλά δεν αδιαφόρησα αυτή τη φορά. Η ενοχή
μού 'μεινε σα πίκρα στο στόμα, σαν αναγούλα
στα όρια του λαιμού, σε όλο το υπόλοιπο
του ταξιδιού. Λογικό δεν ήταν;
Θά
'μπαινες χειρουργείο είπαν, δε δίναν να
καταλάβουμε πόσο σοβαρό είναι. Οι σκέψεις
ξεφεύγαν απ'το μυαλό και μπλέκονταν με
την υγρασία απ'τη λίμνη, έφτιαχναν ένα
άρωμα που φορούσε το χώμα που συνεχώς
τό σκαβαν και το ξανάσκαβαν, πιο πολύ
κι από χωράφι. Τέτοια μυρωδιά είχε το
χώμα μόνο στα νεκροταφεία.
Είχα
ένα συμμαθητή στο σχολειό μου, στην
ηλικία μου, δεν κάναμε ποτέ παρέα, όχι
ότι τον αντιπαθούσα. Ωραίος τύπος πρέπει
να 'ταν, είχα ακούσει πως είχε καλή
καρδιά. Μικρά παιδιά ήμασταν. Δε μιλούσαμε
πολύ. Σκοτώθηκε στα δεκατέσσερα του,
έπεσε ένα κατσάβραχο στο κεφάλι του,
όσο άραζε στη σκιά του σε μια παραλία
με μια παρέα του. Δεν τα βάψα και μαύρα,
αλλά σίγουρα θυμώμαι πως ταράχτηκα
πολύ. Σε νεκροταφείο έχω πάει δυο φορές
στη ζωή μου. Μιά στην κηδεία του γέρου
μου, μιά ακόμα στο μνήμα του γέρου της
μάνας μου. Τα απέφευγα όσο μπορούσα, δε
τα φοβόμουν, αλλά ήθελα την επόμενη που
θα ξαναπήγαινα να μην το καταλάβαινα
και να 'μουν εγώ αυτός πού 'χωναν στα
τρία μέτρα. Τη δεύτερη φορά που πήγα να
'μουν κάπου στο Λύκειο, όχι μεγαλύτερος,
είδα πέντε τάφους παραδίπλα στα αριστερά
του παππού μια φουκαριάρα γριούλα να
ουρλιάζει κλαίγοντας και να κοπανιέται
πάνω στο κρύο μάρμαρο. Μετά από κάτι
μήνες έμαθα πως ήταν η γιαγιά του
συμμαθητή μου. Δε μου 'φυγε ποτέ απ'το
μυαλό, αν και η ίδια μάλλον έχει πεθάνει
πλέον. Δε τα φοβόμουν πάντως τα νεκροταφεία,
όχι δεν τα φοβόμουν. Αλλά τώρα η μυρωδιά
μου τα ξαναθύμισε.
Έβγαλα
τα εισιτήρια απ'τη τσέπη και τα κοιτούσα.
Έπρεπε να στο αφήσω το δικό σου, ήταν
δικό σου άλλωστε. Ξέρω πώς θα 'σουν στο
στάδιο, στο μυαλό σου, αυτό θα σκεφτόσουν,
ξάπλα στο ράντζο, κοιτώντας τους λευκούς
τοίχους του νοσοκομείου και τα ηλίθια
καδράκια με τα λουλούδια που έχουν
κρεμάσει εκεί. Θά πρέπε ν'άφήνουν τους
ασθενείς να κρεμούν τα δικά τους κάδρα.
Θά βαζες το εισιτήριο κορνιζωμένο σου
εσύ. Τα ξανάβαλα στην τσέπη και αργά
μπήκα στ'αμάξι και έβαλα μπρος, μισή ώρα
ακόμα δρόμο είχα πια.
Όσο
έφευγα γύρισα και κοίταξα πίσω στη λίμνη
και το ξερό τοπίο. Είχε ένα αίσθημα
αποχωρισμού η ατμόσφαιρα. Έφτανε όμως,
τόσο μελό. Θα ακολουθούσα την επιλογή
μου μέχρι το τέλος.
Έφτασα
επιτέλους έξω απ'το Διεθνή Αυτοκινητόδρομο
του Έντμουντ, το ράλλυ αρχίναγε σε 2
ώρες, βρήκα γρήγορα ένα τύπο και του
πούλησα το παραπανίσιο εισιτήριο με
καπέλο δέκα καναδέζικα. Στράβωσε η μούρη
του αλλά η φάση ήταν sold out,
οπότε το πήρε και δεν
έβγαλε κιχ. Ήμουν ένα πτώμα, αγόρασα ένα
τηγανητό να φάω, οι αισθήσεις ξαναπήραν
μπρος με τη γεύση και ένιωσα πιο βαρύς,
πιο καλά πατημένος στα πόδια μου. Μπήκα
στην ουρά που έφτιαχναν, τα μάτια
καρφωμένα στην πόρτα που θα'νοιγε όπου
να ναι. Οι γόπες ήδη μας έστρωναν χαλί.
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω.
Κεφάλαιο
6
Δώδεκα
μηχανές μουγκρίζουν δυνατά, τόσο δυνατά
όσο οι χίλιες πεντακόσες κραυγές του
κοινού.
- Δώσε!
- Φύγε, φύγε, φύγε!
- Από κει! Πάρτη καλά!
Πολλοί
κραυγάζουν χωρίς λέξεις, όλοι οι
μπροστινοί ξεχαρβαλώνουμε τα χέρια
μας. Κάθε τόσο στα ανάποδα τιμόνια, όταν
γλιστράν οι ρόδες όσων παίρνουν κλειστά
τις στροφές, όλοι φτιάχνουν τα χείλη
τους σε κύκλο και ένα μεγάλο “Ω!” ταράζει
τις κερκίδες. Όλα τ'αμάξια κολλητά, ο
καθένας περιμένει το λάθος του αλλουνού
για να προσπεράσει. Όποιος μένει
τελευταίος γκαζώνει όσο δε πάει για να
προλάβει τους μπροστινούς. Τρίτη γύρα
και οι δυο πρώτοι είναι πλάι πλάι, κοντά
δυο ίντσες διαφορά. Ο Μακάλιστερ έχει
μείνει τρίτος, ο μόνος πατριώτης εδώ,
όλοι οι άλλοι είναι Καναδέζοι και έχει
και δυο Ευρωπαίους. Γκαζώνει,
έχει ακόμα να δώσει αλλά δεν έχει χώρο
να προσπεράσει. Στη στροφή τη δική μου
πάνω, βλέπω τη φάτσα του, όση φαινόταν
μέσα απ'το κράνος, έχουν πεταχτεί όλες
οι φλέβες στο σαγόνι του, τα γάντια
κολλημένα στο τιμόνι παλεύουν να μη
κάνουν απότομες κινήσεις. Οι σκόνες
τινάζονται, το σύννεφο μας πιάνει και
μάς τους μπροστινούς αλλά γρήγορα
διαλύεται. Μετά από κανά λεπτό, στη
τέταρτη γύρα, ο καναδέζος με την κίτρινα
Κόμπρα στριμώχνεται στο τειχαλάκι στα
τρία πόδια μακριά μου και η δεξιά του
πόρτα ακονίζεται στο τσιμέντο, γδέρνοντας
όλη τη μπογιά της. Απ'τη μεριά του οδηγού,
ο άλλος καναδέζος τον κοπανάει στο καπώ
πάνω για λίγο και τον αφήνει πίσω.
Ακολουθεί ο Μακάλιστερ, δεύτερος πια
έτοιμος να αρπάξει την πρωτιά. Έχει
ακόμα 4 γύρους.
Κάνουν
δυο ακόμα σα σφήκες που τρέχουν γύρω
απ΄το κεφάλι σου, έχουν αφήσει πίσω τους
άλλους που ψιλοτρακέρνουν και μεταξύ
τους, όχι κάτι σπουδαίο πάντως. Ο ένας
που χτύπησε πιο σοβαρά χύνει λάδια πίσω
του, σε μια λιμνούλα καμιά εικοσαριά
πόδια μακριά απ'τη στροφή μου.
Δεν
τα είδα.
Έχω
τα μάτια καρφωμένα στον Μακάλιστερ,
γκαζώνει, παίρνει κλειστά τη στροφή, η
μηχανή αγκομαχά, ξεχύνεται στην πρωτιά,
μπαίνει φορτσάτος στην τελευταία γύρα,
πάει τόσο γρήγορα που δε σηκώνει καν
σκόνη πλέον, ο καναδέζος είναι κολλητός
από πίσω του, ο εκφωνητής έχει πάθει
αμόκ, όλοι ουρλιάζουμε σαν θηρία σε
κλουβιά.
Φτάνει
στα λάδια ο Μακάλιστερ και τα πατάει,
γυρίζουν οι πλαϊνές αριστερά ρόδες, το
αμάξι πάει κάθετα ενενήντα μοίρες πλέον
στην πίστα, όλοι έχουμε σηκωθεί όρθιοι,
η μηχανή αλυχτά χτυπημένη, καρφώνεται
ο καναδέζος πάνω στη πόρτα του καλιφορνέζου,
τον σπρώχνει με φόρα, βλέπω τραντάγματα,
οι ρόδες σηκώνονται στον αέρα, θα γυρίσει
ανάποδα! Έτσι πώς τον πάει σέρνοντας
τον βροντάει πάνω στο τειχαλάκι, όλα
αυτά γίνονται μπροστά μου μαλάκα μου,
του δίνει μια τελευταία καλή και ο
Μακάλιστερ έχει γίνει ιπτάμενος, κάνει
σβούρες στον αέρα με τα σίδερα να
πετάγονται από 'δω και από ΄κεί! Κανείς
δε μπορεί να σταματήσει τίποτα πια. Έχω
ξελαρυγγιαστεί να φωνάζω, που δεν
καταλαβαίνω πόσο κοντά μου είναι η
διαλυμένη Κόμπρα, πώς το συρματόπλέγμα
πού 'χω μπροστά μου δε θα κρατήσει τίποτα,
πώς είμαι μπροστά μπροστά.
Σταματώ
να φωνάζω και παγώνω, ξεχνώ τους πάντες
γύρω μου, βάζω τα χέρια στο κεφάλι και
σκύβω στη θέση μου. Στη δεύτερη σβούρα
ο Μακάλιστερ έχει σπάσει το σύρμα, οι
πόρτες έχουν διαλυθεί και καυτές απ'την
τριβή εκτοξεύονται πάνω στον κόσμο. Το
καπώ έχει ανοίξει σα κονσερβοκούτι και
τσαλακωμένο πετάει πάνω απ΄το κεφάλι
μου. Ο εκφωνητής φωνάζει όλοι πίσω, τώρα,
γρήγορα! αλλά φοβάμαι να κουνηθώ.
Με
βρίσκει ένα δισκόφρενο στο κεφάλι και
μου το τσακίζει, μαζί με το χέρι μου πού
υποτίθεται θα με προστάτευε. Ζαλίζομαι,
τα πόδια λύνονται, μαυρίζουν τα πάντα
και σωριάζομαι κάτω. Ακούω ακόμα τους
θεατές να ουρλιάζουν, τους άλλους οδηγούς
να φρενάρουν, νιώθω μια ζέστη σαν από
φλόγα κοντά μου, μάλλον πήρε φωτιά μια
μηχανή ή εγώ ανέβασα πυρετό σε δευτερόλεπτα.
Χάνω τον χρόνο, μέσα στην αναισθησία
μου μου 'ρχονται ερωτήσεις άσχετες που
δε μπορώ να απαντήσω, τί χρώμα πουκάμισο
φοράς, δίπλα σου είχες άντρα ή γυναίκα,
πότε χύθηκαν τα λάδια, ζεσταίνω ή κρυώνω,
έχει φως έξω ή σκοτάδι; Όλες οι φωνές
απ'το κοινό έχουν γίνει ένα, τα πάντα
γίνονται ένα και μόνο ένα πράγμα, που
ούτε όμως μπορώ να καταλάβω. Μού 'ρχεται
αναγούλα, πιο μεγάλη πλέον και πιο
ασυγκράτητη, δεν είναι πια από την ενοχή.
Το μυαλό μου δε μπορεί να ελέγξει τίποτα
στο σώμα. Με πιάνουν κάτι χέρια και με
ξαπλώνουν σε κάτι, σα βάρκα που είναι
έτοιμη να μπατάρει. Θυμάμαι πρόσωπα που
δε ξέρω ποιανού είναι, δε καταλαβαίνω
τί βλέπω, τί νιώθω, μυρίζω αίμα και σκόνη,
τα αυτιά ξαφνικά κλείνουν και δεν ακούω
το παραμικρό. Δε ξέρω ποιός νίκησε
τελικά. Ακούω μέσα μου την κασέτα που
ακούγαμε μαζί στ'αμάξι. Κάποιος λέει τη
λέξη νοσοκομείο και το πιάνω. Ή ήταν στο
μυαλό μου; Χτες δεν ήμουν νοσοκομείο;
Τα μάτια τά 'χω ανοιχτά ή κλειστά; Που
πάω;
Δε
θυμάμαι ακόμα και τώρα ποιός απ'τους
δυο μας πέθανε πρώτος.